Την έκτη ημέρα της μάχης, όταν πλέον οι αντοχές είχαν εξαντληθεί, από τους δεκατρείς πυροβολητές έμειναν μόνο τρεις, βαριά τραυματισμένοι, μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο π. Παύλος Ζησάκης, που δέχθηκε σφαίρα στην καρδιά. Μεταφέρθηκε αιχμάλωτος πολέμου στην Σόφια και θεωρήθηκε νεκρός από τους συγχωριανούς του, που τον θρήνησαν. Ωστόσο, επέζησε θαυματουργικά, καθώς το βλήμα ακινητοποιήθηκε κοντά στην καρδιά του - γεγονός που χαρακτηρίστηκε από τους γιατρούς ως «θαύμα ζωής».
Επέστρεψε στο χωριό του το Παλαιοσέλλι στις 25 του Οκτώβρη ξαφνιάζοντας ευχάριστα τους χωριανούς του!
Μετά την ανάρρωσή του, δεν έμεινε αδρανής. Πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, συμβάλλοντας με αυταπάρνηση στην μεταφορά πολεμοφοδίων και στον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό. Αργότερα, επανήλθε στον ελληνικό στρατό, φτάνοντας στο βαθμό του ταγματάρχη, και συνέχισε να υπηρετεί την πατρίδα του με ήθος και πειθαρχία.
Η δράση του π. Παύλου Ζησάκη στο Έπος του ’40, ο ηρωισμός του στο Ρούπελ και η μεταγενέστερη συμμετοχή του στην Αντίσταση αποτελούν λαμπρό... παράδειγμα αυτοθυσίας, πίστης και ανιδιοτελούς προσφοράς προς την πατρίδα. Το πρόσωπό του συνδέει τον στρατιωτικό ηρωισμό με την μετέπειτα πνευματική του πορεία, καθώς ο ίδιος αργότερα αφιερώθηκε στην μοναχική ζωή, συνεχίζοντας έναν αγώνα πνευματικό εξίσου γενναίο με εκείνον του πολέμου.
Σε μία ήσυχη μέρα του φθινόπωρου, στην εποχή που ο Δημιουργός προαιωνίως εθέσπισε τα φύλλα να μαραίνονται και να πέφτουν από τα δέντρα στη γη, ο Ιησούς που τόσο αγάπησε, αποφάσισε να ξεκουράσει το σώμα και την ψυχή αυτού του θαρραλέου ασκητή και ακούραστου πνευματικού πολεμιστή.
Στη λιτή, ταπεινή και απέριττη – αλλά πάντα σύμφωνη με το αρμόζον αγιορείτικο τυπικό – εξόδιο ακολουθία του δεν έγινε καμία «κοσμοπλημμύρα», δεν συνέρρευσε κανένα ενθουσιώδες «πλήθος πιστών».
Ο γέροντας Παύλος ανήκει στην ίδια γενιά των σύγχρονων μεγάλων ασκητών και γερόντων της Εκκλησίας μας, συνομήλικος και «ομογάλακτος» με τους γέροντες Παΐσιο, Πορφύριο και τους άλλους αγίους ασκητές του περασμένου αιώνα, μαθητής, αλλά και δάσκαλος αυτών. Σίγουρα όμως, δεν έτυχε και δεν τυγχάνει της ίδιας «φήμης» και ανθρώπινης «δόξας» με εκείνους.
Και αυτό διότι, πολύ απλά, ο ίδιος ανέκαθεν επέλεξε και θέλησε να είναι έτσι. Ο ίδιος αγάπησε με αφάνταστη σφοδρότητα την σιωπή, την ησυχία και την ταπεινότητα της αφάνειας. Δεν έκανε ποτέ «φανταχτερά», βαρύγδουπα κηρύγματα. Δεν είπε ποτέ και αποστρεφόταν τα «μεγάλα λόγια». Όσοι όμως, λιγοστοί - αλλά και τόσο τυχεροί και ευλογημένοι από το Θεό - τον γνώρισαν από κοντά, έγιναν και παραμένουν μάρτυρες μίας μορφής μεγάλης και σπάνιας αρετής και αγιότητας, του είδους που σαν το πιο καθαρό και αγνό διαμάντι που κρύβεται στα πιο μεγάλα βάθη των εγκάτων της γης, συναντάται εξαιρετικά σπάνια ακόμα και σε διάστημα περισσότερων του ενός αιώνων.
Η απεριόριστη και αυθεντική, που έμοιαζε με παιδική, αγάπη του για τον κάθε άνθρωπο, μικρό και μεγάλο, η καθαρότητα και αθωότητα του βλέμματός του που σε καθήλωνε και σε έλεγχε επί τόπου. Η πραότητα, η καρτερικότητα και η ανεκτικότητά του που εξέπλησσαν, όσες φορές και αν τον είχε συναντήσει κανείς. Στα πολλά πνευματικά του τέκνα, καθόρισε και καθοδήγησε ολόκληρη τη ζωή τους. Αλλά και σε όλους τους απλούς πιστούς, που τον συναντούσαν περιστασιακά, συχνότερα ή αραιότερα άφησε ένα ανεπανάληπτο βίωμα. Σαν την στοργική αλλά και αυστηρή μαζί παρουσία ενός πατέρα, που ο καθένας όμως τον είδε με τα δικά του μάτια, αφού στον καθένα μίλησε μέσα από τη δική του ξεχωριστή ψυχή, όπως ακριβώς είναι η «φύση» και ο τρόπος που μιλά ο Θεός και το Άγιο Πνεύμα του στους ανθρώπους. Όλοι όμως, ανεξαιρέτως ήταν και είναι το ίδιο βέβαιοι ότι συνάντησαν έναν αληθινό άγιο. Έναν άγιο που δεν το «φώναξε» ποτέ και για αυτό ακριβώς και όλοι το κράτησαν σαν σιωπηρό, αλλά πολύτιμο και μονάκριβο μυστικό μέσα στην καρδιά τους.
Ένα «μυστικό» το οποίο επιβεβαιώθηκε και στερεώθηκε ακόμα περισσότερο σε όσους είχαν την ευλογία να βρεθούν στην μοναδική αυτή εμπειρία της εξοδίου ακολουθίας του. Μία «κηδεία» που δεν ήταν κηδεία, αφού ένοιωθες το, όποιο, «πένθος» υπήρχε μέσα σου να εξαφανίζεται. Αφού εκείνο το γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα ο πάντα γαλήνιος γέροντας Παύλος – ακόμα και παραδομένος στον αιώνιο ύπνο του – παρηγορούσε, όπως πάντοτε, όλους όσους βρίσκονταν εκεί. Με μία βαθειά και ανεξήγητη, αλλά τόσο ανείπωτα βέβαιη, παρηγοριά και μυστική θεϊκή ευλογία. Μία παρηγοριά και ευλογία που εξακολουθεί να τη χαρίζει σε όποιον επισκέπτεται το ταπεινό του τελευταίο κατοικητήριο, στην καταπράσινη αυλή του Καθολικού της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσας.
Ιωάννης Δανδουλάκης
Την παρακάτω ιστορία που θα ακούσεις ίσως να την πάρεις για παραμύθι. Όμως έτσι συμβαίνει και έτσι πρέπει να είναι με κάθε ιστορία απ τα παλιά, οπότε οι άνθρωποι ήσαν αληθινοί, γεμάτοι από καρδιά, ανδρεία και κυρίως θέληση για ζωή. Είναι ιστόρια που δεν χρειάζεται να πάς πολύ πίσω στο χρόνο ή να ταξιδέψεις σε μέρη μακρυνά για να την βρείς, καθώς ο ήρωας της ακόμα τώρα που τούτα τα λόγια γράφονται, είναι ανάμεσά μας. Αν θες να μεταφερθείς σε μια άλλη εποχή αρκεί να μπείς σε ένα Ι.Χ. και να πάς μια βόλτα κάτω στα ένδοξα μέρη της Λακωνίας. Εκεί θα βρείς πλούσιο ένδοξο παρελθόν από κάθε εποχή της ελληνικής ιστορίας και θα θαυμάσεις σαν συνειδητοποιήσεις ότι αυτή η πορεία συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Γιατί εκεί στο απομονωμένο Μοναστήρι της Παναγίας της Ζερμπίτσας σε μια πλαγιά του Ταϋγέτου, μόλις μπείς έχεις ήδη κάνει ένα μεγάλο βήμα σε τόπο και χρόνο διαφορετικό τόπο ιερό και χρόνο στάματημένο. Εκεί κάτω από έναν ιερό αιωνόβιο πλάτανο φυτεμένο δίπλα από μια αρχαία πηγή θα βρείς καθισμένο ένα γεροντάκι, στα μέσα των ογδόντα του, λιγνό, καμπουριασμένο, με χιονάτη γενειάδα σαν κανένα άρχαιο ντιβάνι στη σάλα ένος χωριάτικου αρχοντικού με χειροποιήτα κηλίμια απλωμένα πάνω του. Μια παλαιϊκή ασυνήθιστη ευωδία κυριαρχεί στον αέρα. Η φωνή του είναι απαλή σαν του παιδιού. Το λέπτο πρόσωπο, ελαφρά γερμένο το κέφαλι στο πλάι, σε κοιτάει με κάτι λαμπερά γλυκά μάτια, που λες θα σε τρυπήσουν με την δύναμή τους. Δεν αντέχεις και κοιτάς χάμω. Ίσως να μη σου γεμίσει το μάτι με την πρώτη ο ησύχιος, ταπεινός αγιορείτης καλόγερος, ο Γέροντας Παύλος Ζησάκης. Κι όμως το τώρα μπασμένο απ΄ τα χρόνια κορμί στάθηκε άλλωτε ένας πλάτανος που ορθωνόταν στα βουνά του Ρούπελ και της Ηπείρου. Μην ξαφνιάζεσαι, όταν ακούσεις πώς αυτό το αρνάκι στα νιάτα του στάθηκε ένα από τα μεγαλύτερα θεριά που έβγαλε το ’40 κι η Ήπειρος.
Έχοντας ο γράφων την τιμή να του μιλήσει προσωπικά, καταθέτω τα γραφόμενα ώστε οι σημερινοί Έλληνες να γνωρίζουν τι έκαναν οι παππούδες τους και να ξέρουν πόσο ψηλά βρίσκεται ο πήχης. Από τα λίγα λόγια που έχει κατά καιρούς εμπιστευτεί το τάπεινο του πνεύμα στους γύρω του και κυρίως στα πνευματικά του παιδιά, στάθηκε δυνατό να συγκεντρώσω την παρακάτω ιστορία.
Ήταν τότε στα ένδοξα και θρυλικά χρόνια του ’40 που κι ο καλόγερος αυτός ήταν είκοσι χρονώ πιτσιρίκι και είχε κατασταλάξει μοναχός στο Άγιο το Όρος. Μα μόλις ξέσπασε ο πόλεμος της 28ης τον πήραν κι αυτόν μαζί με άλλους με το ζόρι από τον τόπο της μετανοίας του να πάει να σήκωσει τουφέκι κατά των εισβολέων. Δυστυχώς για την Πίνδο δεν έχει εκμυστηρευθεί πολλά πράγματα. Το σίγουρο είναι πωςλοχαγό του πυροβολικού θα τον βρείς, τον Απρίλιο εκείνον του ’41, στο οχυρο του Ρούπελ. Από τα ψηλόστενα φυλάκια για έξι ολάκερες μέρες χάστουκιζαν και μαστίγωναν παταγωδώς τις βάρβαρες αλλεπάλληλες επιθέσεις των νέων Ούνων. Κι αυτές οι βουρδουλιές που έτρωγαν στην πλάτη τα μηχανοκίνητα ναζιστικά τέρατα αντιλάλησαν σε όλη την Εύρωπη. Η αντίσταση τους υπεράνθρωπη, ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας. Οι Γερμανοί βλέποντας ότι δεν τους ήταν δυνατό να καταβάλλουν με αντρίκια μέσα τέτοιους τιτάνες που λες και είχαν αναστηθεί από τα αρχαία μυθικά χρόνια, επιτράτευσαν το πιο μπαμπέσικο και δειλοτρόπο όπλο που έβγαλε η παραφροσύνη του περασμένου αιώνα. Χημικά αέρια. Από τους δεκατρείς πυροβολητές που ο πατήρ Παύλος είχε στις διαταγές του επέζησαν μόνο οι δυο, μαζί με τον ίδιο τρείς, όλοι τραυματισμένοι. Κι αυτοί ήταν οι μόνοι που βγήκαν ζωντανοί τη μέρα που με πισώπλατη, χειρότερη μπαμπεσιά οι αρχηγοί στη Θεσσαλονίκη υπέγραψαν την ιταμή παράδοση στους Ναζιστές. Ο καλόγερος σε άσχημη κατάσταση. Οι φωνητικές του χορδές για πάντα κατεστραμενές από τα αέρια δηλητήρια και με ένα… βλήμα στην καρδιά. Ο ψηλόλιγνος, μελαχροινός, γενειοφόρος νεαρός πολεμιστής κείτεται αναίσθητος δίπλα στο πυροβόλο του και οι άλλοι δυο σε παρόμοια κατάσταση. Την ίδια ώρα οι υπόλοιποι που επέζησαν τους επέτρεψαν οι Γερμανοί να παρελάσουν, παραταγμένοι με τα όπλα τους και τις σημαίες τους έξω από το θρυλικό οχυρό και να απομακρυνθούν απείραχτοι. Αυτοί οι επικοί ήρωες που στάθηκαν οι αληθινοί νικητές στο πεδίο της δόξας και που τους το αναγνώρισαν ακόμα και οι εχθροί τους. Ο γέροντας με τους άλλους δυο γίναν τραυματίες αιχμάλωτοι πολέμου και οι Γερμανοί σε μια ασυνήθιστη επίδειξη ανθρωπιάς τους μαζέψαν και τους κουβάλησαν σε νοσοκομείο δικό τους στη Βουλγαρία. Εκεί στη Σόφια βρέθηκε ο ηρωικός αγιορείτης με ένα βλήμα στην καρδιά.
Πίσω στο χωριό του στην Ήπειρο η μάνα του τον έχει για νεκρό. Πάνε
έξι μήνες από τότε που ο πόλεμος τελείωσε και καμμιά είδηση δεν έφτασε
για το γιό της, ούτε αν ζεί ούτε αν πέθανε, ο στρατός δεν ήξερε τι είχαν
απογίνει οι αιχμαλώτοι. Του έχει στήσει έναν σεμνό, ξύλινο σταυρό με
το όνομα πάνω γραμμένο, στο κηπαλάκι της και σήμερα βγήκε σαν κάθε μέρα
να του κάνει ένα μνημόσυνο. Έχει φτιάξει κόλλυβα και με τα μάτια βρύσες
σιγοψέλνει τους κανόνες και κουνάει το μικρό λιβανιστήρι. Ξαφνού ακούει το πορτόνι της αυλής να τρίζει.
Ποιός τολμά να να την ενοχλήσει αυτή την πένθιμη στιγμή; Μια ισχνή
παραμορφωμένη φωνή ακούγεται λες και έρχεται από τον κάτω κόσμο:
- Μάνα μου! Γύρισα!…
Στο αντίκρυσμα του ψηλόλιγνου μελαχροινού ρασοφόρου η καψερή μάνα πέφτει λιπόθυμη.
Ο αγιορείτης καλόγερος επέστρεψε στον τακτικό στρατό και έδρασε κατά την Αντίσταση ως αξιωματικός
ενώ έφτασε κι ως τον βαθμό του ταγματάρχη. Και γι’ αυτήν την περίοδο
λίγα θα σου εκμυστυρευθεί και έτσι δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα από τον
ίδιο. Όμως και για να φάνει πως αυτή η ιστορία είναι αληθινη και
αντικειμενική να ένα άλλο από τα κατορθώματά του που διηγήται ένας από
τους συγχωριανούς του στην Κόνιτσα. Σίγουρα θα σκάρωσε διαφόρα ανήκουστα
και στην αντίσταση, αλλά και μετά τον πολέμο δυστυχώς δεν σταμάτησε να
πολεμά. Κλήθηκε να κάνει το χρέος του ως ταγματάρχης
του τακτικού στρατού εναντίον της ύπουλης και ιταμής απειλής του
ανθέλληνα κομμουνισμού. Ήταν η επόχη οπού έπρεπε να φυλάς το σπίτι και
την φαμελιά σου μοναχός σου. Ετούτος ο ακαταμάχητος, λοιπόν, ακούραστος
πολεμιστής καθίσε να φυλάει το χωριό του και τους συγχωριανούς του στην Κόνιτσα. Όπως
λένε ακόμα οι ντόπιοι, «όσο κάλα ήξερε να κρατάει το σταυρό και το
λιβανιστήρι τόσο κάλα ήξερε και να παίζει με το περίστροφο». Καποιά φορά
έμαθαν πως τριακόσιοι κομμουνιστές έρχονταν να κάψουν την πόλη. Ήταν
τότε που τα αγρίμια εκείνα καίγανε ότι έβρισκαν στο διάβα τους. Ο
καλόγερος είχε πενήντα τακτικούς στρατιώτες. Στην κρίσιμη αποφασιστική
στιγμή το μυαλό του γυαλί και η ζωηράδα του ακμαία. Βάζει τους πενήντα
να ανάψουν από μια μεγάλη φωτιά ο καθένας γύρω από την πόλη, ώστε να φαίνονται από μακρύα. Οι ληστάρχοι πάνω που έρχονται καβαλώντας τις φοράδες από μακρυά και αντικρύζουν το θέαμα. Καπνούς και ψηλές φωτιές.
- Τι γίνεται εκεί όρε συντρόφια!
- Μάλλον θα μας προφτάξανε οι άλλοι που πάνε πιο μπροστά!
Λένε και στρίβοντας φεύγουν απ’ άλλη μεριά.
Οι
κάτοικοι της πόλης για να θυμούνται την σωτήρια δράση του γέροντα του
χτίσανε στην Κόνιτσα πλατεία με το ονόμα του. Πλατεία πατρός Παύλου
Ζησάκη.
Εξήντα χρόνια από τότε κι όλοι οι καρδιολόγοι της Ελλάδας τρίβουν τα μάτια πίσω από τα γυαλιά τους και σκίζουν τα πτυχία τους.
- Καλά ρε καλόγερε! Δε ντρέπεσαι να μας κοροιδεύεις που ζείς με βλήμα στην καρδιά!;, αγανακτούν οι περισσότεροι μόλις το ακούνε.
- Ε τί να κάνω χριστιανέ μου! Έτσι το θέλησε ο Θέος παιδί μου! Ψέμματα
να σου πω!;, απαντάει μακάρια ο ησύχιος γέροντας Παύλος. Μόνο σαν
εξετάζουν την ακτινογραφία του αναγκάζονται να σηκώσουν τα χέρια ψηλά
και να σταυροκοπηθούν.
Ετούτη είναι η ιστορία του νέου Οδυσσεά ο οποίος περιπλανήθηκε δέκα ολάκερα χρόνια έξω από την πνευματική του πατρίδα. Μοναδικό του παράπονο το ότι τον πήραν με το ζόρι έξω από το περιβόλι της Παναγιάς και μακρυά από την Κυρά του. Κι έτσι έγινε και αυτός άλλος έναςστην μεγάλη σειρά που ξεκινά από πολύ πίσω. Παεί από τον Αχιλλέα, Θεμιστοκλή, Λεωνίδα, Μεγαλέξαντρο, Βασιλείο Βουλγαροκτόνο, Νικηφόρο Φωκά, Διγενή Ακρίτα, το Μαρμαρωμένο Βασιλιά ως τους Σουλιώτες, Μανιάτες, Σφακιανούς, Λάμπρο Κατσώνη, Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη κι όλο το Εικοσιένα. Ετσί μόνο για να ξέρουμε εμείς οι τωρινοί πού βρισκόμαστε, τι κάνουμε και τι θα έπρεπε να κάνουμε.Κι ακούγοντας αυτήν την θαυμαστή ιστορία αγαπητέ αναγνώστη θα καταλάβεις πως είναι αλήθεια ότι τους μωρούς και τους φτωχούς διαλέγει ο Παντοδύναμος για τους κάνει μεγάλους και ξακουστούς. Και έτσι θαυμαζοντάς να αναφωνήσεις κι εσύ: «Ως εμεγαλύνθει τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Ιωάννης Δανδουλάκης
Πολιτικός Επιστήμων-Διπλωμάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου