Το χωριό ανατολικά συνορεύει με το Παλαιοσέλλι, δυτικά με την Πηγή (Πεκλάρι) και την Κόνιτσα, βόρεια με την Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) και Πουρνιά, νότια με τον Αώο ποταμό.
Σύμφωνα, με διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων του χωριού, οι πρώτοι κάτοικοι δεν κατοικούσαν στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το χωριό. Ένα μέρος από τους κατοίκους του σημερινού χωριού ζούσε στη Σέλιανη, ένα άλλο στη Ντίσινα και το τρίτο στην Κατούνιστα. Αργότερα, όπως δείχνουν τα στοιχεία, συγκεντρώθηκαν στη σημερινή τοποθεσία και έχτισαν το χωριό, για να εκμεταλλευτούν τα νερά του Χειμάρρου που το διασχίζει, για το πότισμα των αγρών.
Οι πρώτοι κάτοικοι εργάστηκαν πολύ σκληρά για να ομαλοποιήσουν κάπως το έδαφος. Τραφοκοπώντας το και χτίζοντας τοίχους και πεζούλια, για να μαζέψουν το λιγοστό χώμα, οι κάτοικοι μπόρεσαν να διαμορφώσουν το έδαφος, όπως το βλέπουμε σήμερα. Μπόρεσαν και ξεχέρσωσαν πάνω από 200 στρέμματα μέσα στο χωριό, τα οποία αργότερα τα καλλιεργούσαν και τα πότιζαν με τα νερά του Χειμάρρου που πηγάζουν από τους πρόποδες του Σμόλικα και της Νταλιόπουλης. Η πρώτη γενιά ου εποίκισε το χώρο του χωριού, αποδεκατίστηκε ως ένα βαθμό, ώσπου να το εκχερσώσει.
Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήρθαν από το νομό Θεσπρωτίας στα μέσα στου 16ου αιώνα. Όπως γράφει ο Ηλίας Παπαζήσης, ένας Τουρκοαλβανός φύλαρχος ορέχτηκε τις βορειοδυτικές εκτάσεις του Παλαιοσελλίου και με τον άγραφο νόμο της βίας και της αρπαγής τις έκαμε δικές του.
Στη συνέχεια, προσπάθησε να κάμει και τους κατοίκους του Παλαιοσελλίου κολλήγους αλλά δεν μπόρεσε. Απέρριψαν οι κάτοικοι του Παλαιοσελλίου την πρότασή του και στην επιμονή του εκείνοι έφυγαν τελείως από το χωριό. Ως πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στην Βέροια της Μακεδονίας και στην περιοχή της. Συμπωματικά, τη χρονική αυτή περίοδο, στο χωριό Πλακωτή της Θεσπρωτίας, έγιναν μεγάλες καθιζήσεις και κατολισθήσεις. Καταστράφηκε ολόκληρος ο οικισμός «Γκριζμπάνι ή Κουσπάνι» που βρισκόταν νοτιοδυτικά του χωριού και όλες οι οικογένειες του οικισμού εκείνου έμειναν άστεγες. Την καταστροφή αυτή την εκμεταλλεύτηκε ο Αλβανός φύλαρχος. Μετέφερε τις άστεγες αυτές οικογένειες και τις εγκατέστησε στην αρπαγμένη περιοχή του Παλαιοσελλίου, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ως κολλήγους. Αυτοί οι μέτοικοι σχημάτισαν το καινούριο χωριό στη Λάκκα στου Αώου, που πήρε το όνομα «Γκριζμπάνι» σε ανάμνηση της μετοίκησης τους από το «Γκριζμπάνι ή Κουσπάνι» της Πλακωτής. Οι μετοικήσαντες ήταν Έλληνες και χριστιανοί ορθόδοξοι. Στο επάγγελμά τους οι περισσότεροι ήταν μαστόροι.
Το έτος 1927 ο κολληγιακός βίος των κατοίκων τελείωσε με τον νόμο «Περί Απαλλοτριώσεων». Η έκταση που αυθαίρετα κατείχε ο Αλβανός Μπέης χαρακτηρίστηκε ως «αγρόκτημα Γκριζμπανίου » και αποδόθηκε στο συνεταιρισμό ακτημόνων καλλιεργητών Γκριζμπανίου, πλην βοσκησίμου εκτάσεως 2500 στρεμμάτων με την επωνυμία «Κούτσουρα» Μεσοράχη, που παραχωρήθηκε στο Παλαιοσέλλι κατόπιν πολλών δικαστικών αγώνων. Έτσι δικαιώθηκε εν μέρει και το Παλαιοσέλλι, που υπέστη συρρίκνωση της εκτάσεώς του από τον άρπαγα Αλβανό Μπέη. Έκτοτε το Γκριζμπάνι μετονομάστηκε ΕΛΕΥΘΕΡΟ γιατί έγινε πλέον και αυτό Κεφαλοχώρι.
Σχετικό διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
Ταυτότητα του χωριού
Βρίσκεται σε όμορφη τοποθεσία με τρεχούμενα νερά και πολλά κηπάρια, όπου καλλιεργούνται κηπευτικά, γίγαντες και πατάτες. Οι κάτοικοι, εκτός από τη γεωργοκτηνοτροφία, είχαν σημαντική επίδοση και στη μαστορική, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ταξίδευαν για αναζήτηση εργασίας σε μακρινά μέρη (Ρουμανία, Αμερική κά). Σήμερα οι λιγοστοί κάτοικοι επιδίδονται στην μαστορική και στις δασικές εργασίες στις κατάφυτες πλαγιές του Σμόλικα και του Κλέφτη.
Ο κεντρικός ναός του Αγίου Νικολάου, ανοικοδομήθηκε στα θεμέλια του κατεστραμμένου από το γερμανικό στρατό παλιότερου ναού, που είχε χτιστεί το 1859, και ήταν κατάγραφος από αξιόλογες τοιχογραφίες. Νεότερες είναι οι εκκλησίες της Παναγίας και του Αγίου Μηνά. Το ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου χτίστηκε το 1858, σύμφωνα με επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδό του, και στο εσωτερικό του υπάρχουν ορισμένες παλιές εικόνες, όπως εκείνη του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός που χρονολογείται από το 1792. Άλλα ξωκλήσια είναι του Προφήτη Ηλία, των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Γεωργίου, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και του Αγίου Αθανασίου.
Το πανηγύρι του χωριού γίνεται στις 6 & 7 Αυγούστου, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, με γλέντι, χορό και τραγούδι. Ακούγονται πολλά τοπικά δημοτικά τραγούδια (της ξενιτιάς, της ζωής, κλέφτικα κ.ά.). Ενδιαφέροντα είναι τα έθιμα του Αγίου Δημητρίου, της Πρωτοχρονιάς της Καθαροδευτέρας, (Κοθώρια) και των Θεοφανείων (του νονού).
Το Ελεύθερο είναι το μόνο χωριό της λάκκας του Αώου που οι κάτοικοί του δεν μιλούν τη βλάχικη διάλεκτο.
Τα χωριά της Λάκκας του Αώου αποτελούν μια ξεχωριστή μικρο-ενότητα με δικά της εθνολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που διαμορφώθηκε ιστορικά στην αγκαλιά της λάκκας του ποταμού Αώου που διασχίζει τη Βόρεια Πίνδο και τη Βάλια Κάλντα μέχρι το γεφύρι της Κόνιτσας δημιουργώντας στο διάβα του μια αρκετά ενδιαφέρουσα και από οικολογική άποψη ζώνη. Είναι συνολικά πέντε χωριά στα διοικητικά όρια της επαρχίας της Κόνιτσας, που ταυτίζονται με το ρού του Αώου. Πρόκειται για τα χωριά Ελεύθερο (Γκριζμπάνι) Παλιοσέλι, Πάδες, Άρματα (Αρμάτοβο) και Δίστρατο (Μπριάζα), που με εξαίρεση το Ελεύθερο είναι όλα βλαχόφωνα.
Ιστορικά γεωργοκτηνοτροφικές, και υλοτομικές κοινότητες, παρουσίασαν, όπως και τα περισσότερα χωριά του ορεινού χώρου, έντονη μετανάστευση στο παρελθόν και σήμερα δίνουν την εντύπωση κοινωνιών που αργοσβήνουν με εξαίρεση βέβαια το Δίστρατο.
Χαρακτηριστικά τοπικά τραγούδια: Τασιά, Μάρω, Παπαλάμπραινα, Αλεξάνδρα, Ξενιτεμένο μου πουλί, Κοντούλα λεμονιά, Στου παπά τα παραθύρια.
Παραδοσιακή φορεσιά. Χαρακτηριστικά είδη τοπικής αντρικής ενδυμασίας ήταν το μακρύ πουκάμισο, τα τσιπούνια, η φλοκάτα, τα χολέβια και οι μάλλινες βράκες, ενώ της γυναικείας, τα μάλλινα φουστάνια, τα τσιπούνια, οι κεντημένες με γαϊτάνια φλοκάτες και οι μάλλινες κεντημένες ποδιές. Ιδιαίτερη θέση στην παραδοσιακή φορεσιά κατείχε η ενδυμασία του γάμου.
Υπάρχουν πολλά έθιμα και παραδόσεις τα οποία είναι συνδεδεμένα με τα ταξίδια των μαστόρων. Η αναχώρησή και η επιστροφή τους συνοδευόταν πάντα από τραγούδια - αποχαιρετισμού και υποδοχής, λύπης και χαράς, αντίστοιχα - και γιορτές. Παραδόσεις που σχετίζονται με το νερό επίσης δεμένες με την τελετουργία της αναχώρησης των μαστόρων, όπως και έθιμα κατά το χτίσιμο των σπιτιών (σφάξιμο κόκορα, ρίψη νομισμάτων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου