Η ανακοίνωσή μου αναφέρεται στο εκπαιδευτικό σύστημα των χωριών της Λάκκας Αώου1 , που διοικητικά ανήκουν στην επαρχία Κόνιτσας, και εξετάζει πώς το σύστημα αυτό βαλλόταν από τη ρουμανική προπαγάνδα. Τα βασικά στοιχεία για τη μελέτη του θέματος αυτού με τη διπλή διάσταση έδωσε η αλληλογραφία (200 περίπου επιστολές) μεταξύ των ετών 1889-1912, που φυλαγόταν στο Αρχείο της Ιεράς Μητρόπολης Κόνιτσας, η οποία, εκτός των άλλων, ήταν... και ρυθμιστής των εκπαιδευτικών ζητημάτων των κοινοτήτων των χωριών αυτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο σημείο αυτό θεωρώ χρέος να ανακοινώσω την ύπαρξη και άλλων, χιλιάδων επιστολών και εγγράφων -όλων ανέκδοτων- που μπορούν να ρίξουν άπλετο φως στη νεότερη ιστορία (δικαστική, εκκλησιαστική, εκπαιδευτική, κτλ.) της επαρχίας Κόνιτσας. Έως τώρα όχι μόνο δεν ε'χουν μελετηθεί, αλλά ήταν άγνωστη και η ύπαρξή τους2.
Η σπουδαιότητα της έρευνας του Αρχείου που αναφέρεται στα χωριά της Λάκκας Αώου έγκειται στις μοναδικές πληροφορίες που παρέχουν οι επιστολές3, γιατί όλες οι κοινότητες μαζί με τα Αρχεία τους κάηκαν στην κατοχή από τους Γερμανούς4. Όσον αφορά στο δεύτερο μέρος της ανακοίνωσης μου η έρευνα Ελλήνων και ξένων επιστημόνων5απόδειξε γλωσσικά, ιστορικά και πολιτικά την ανεδαφικότητα των θέσεων και τις προπαγανδιστικές διαθέσεις της Ρουμανίας, προκειμένου αυτή να δημιουργήσει μειονοτικό ζήτημα και επωφεληθεί από τα βλαχόφωνα χωριά 6. Έτσι, η δική μου συμβολή στον τομέα αυτό έρχεται να προσθέσει στο γεωγραφικό πλέον χάρτη κάποια άγνωστα στοιχεία στο χώρο της εκπαίδευσης.
Στην προσπάθειά μου αυτή οφείλω πολλές ευχαριστίες στον αιδεσιμότατο Τάτση Διονύσιο, που έθεσε στη διάθεσή μου το παραπάνω Αρχείο. Επίσης ευχαριστώ τον κ. Ηλία Παπαζήση, ο οποίος διατέλεσε Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης στην περιφέρεια Κόνιτσας μεταξύ των ετών 1941-1948, αγωνίστηκε κατά της ρουμανικής προπαγάνδας και διαφώνησε σταθερά με τις ιταλικές αρχές. Γι’ αυτό, τόσο οι μνήμες του (γεννήθηκε το 1900) όσο και τα πολύτιμα έγγραφα που μου παραχώρησε, με διευκόλυναν στις αναζητήσεις μου.
Ουσιαστικές συμβολές.
Στις αρχές της Τουρκοκρατίας το εκπαιδευτικό σύστημα στα χωριά της Λάκκας Αώου λειτουργούσε όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, δηλ. στα μοναστήρια και τους ναούς. Αργότερα, όταν ιδρύθηκαν μεγάλα πνευματικά κέντρα σε πολλά μέρη της τουρκοκρατούμενης χώρας, θα δούμε ότι δεν υστέρησαν καθόλου τα χωριά της κοιλάδας του Αώου, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Πριν υπεισέλθω στα στοιχεία που αντλήθηκαν από την αλληλογραφία, θα ήθελα να επισημάνω το πέρασμα του Αγίου Κοσμά (1776)7 από την περιοχή, του οποίου το ενδιαφέρον ήταν αμέριστο για τη λειτουργία σχολείων και την παιδεία που θα έπαιρναν οι μαθητές, σε συνδυασμό πάντοτε με το ποθούμενο αποτέλεσμα της λευτεριάς.
Την πλήρη ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας των σχολείων είχαν οι Μητροπόλεις. Φρόντιζαν για την εξεύρεση ικανών διδασκάλων και το διορισμό τους, για τον έλεγχο της εργασίας τους και γενικά είχαν την εποπτεία των σχολείων σε όλους τους τομείς.
Το 1911 ιδρύθηκε το ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, το οποίο υπαγόταν στη Μητρόπολη Κόνιτσας. Σ’ αυτήν υπάγονταν επίσης και τα χωριά της Λάκκας Αώου: Ελεύθερο, Παλαιοσέλλι, Πάδες, Άρματα και Δίστρατο, ενώ τα Ακροζαγόρια της: Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι και Λάιστα, υπάγονταν στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Σπυρίδωνα στις 20-5-1912 συνήλθε στην Ιερά Μονή Βελλάς και Κονίτσης το πρώτο Διδασκαλικό Συνέδριο8 . Εκεί παραβρέθηκαν πολλοί δάσκαλοι και συζητήθηκαν πολλά ενδιαφέροντα θέματα για τα σχολεία της περιοχής, ενώ το «Πρώτο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο» στην Αθήνα είχε γίνει μόλις οκτώ χρόνια πριν, το 19049.
Για το σχολικό έτος 1911-1912 η Μητρόπολη Κόνιτσας συνέταξε αναλυτικό πρόγραμμα των διδασκομένων μαθημάτων κατά τάξη, βασιζόμενη στην αλληλοδιδακτική μέθοδο 10. Εκτός από τις 4 τάξεις του κοινού Δημοτικού Σχολείου, λειτουργούσε στα χωριά της Λάκκας Αώου και το Ελληνικό ή Αστικό11 Σχολείο με άλλες 3 τάξεις. Στα σχολεία αυτού του τύπου διδάσκονταν επιπλέον τα Αρχαία Ελληνικά και μάλιστα «Κύρου Ανάβαση», «Κύρου παιδεία», «Λουκιανός», «Χρηστομάθεια» κ.ά.. Επίσης διδάσκονταν ξένες γλώσσες, όπως Λατινικά, Γαλλικά και τελευταία υποχρεωτικά Τουρκικά.
Εκτός από το σημαντικό ρόλο που έπαιζε η Μητρόπολη Κόνιτσας θα δούμε στη συνέχεια και την ουσιαστική συμβολή του «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικού Συλλόγου»12 , του «Εν Αθήναις Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων», της έκδοσης «Ωφελίμων Βιβλίων» και του «Εν Ιωαννίνοις Καταστήματος των Ελεών». Κληροδοτήματα και δωρεές αποτελούσαν πάντοτε τη βάση για υλοποίηση οποιοσδήποτε εκπαιδευτικής προσπάθειας.
Εκπαιδευτικό προσωπικό.
Μία από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το εκπαιδευτικό σύστημα στη Λάκκα Αώου ήταν η εξεύρεση καταρτισμένου εκπαιδευτικού προσωπικού. Ένας εκπαιδευτικός έπρεπε να είναι απόφοιτος του τετραετούς Γυμνασίου. Ένα μέρος μόνο των εκπαιδευτικοί αναγκών κάλυπτε τότε η Ζωσιμαία Σχολή, γι’ αυτό αναγκαστικά προσλαμβάνονταν δάσκαλοι με γνώσεις μιας γυμνασιακής τάξης από την Ιερατική Σχολή του νησιού των Ιωαννίνων. Ακολουθούσαν προσλήψεις δασκάλων με διδακτική πείρα αλλά αγνώστου τυπικών σπουδών. Οι απόφοιτοι της Ριζαρείου Σχολής της Αθήνας και της Ακαδημίας Κέρκυρας ενίσχυαν συνήθως το εκπαιδευτικό προσωπικό στις πόλεις13 . Ωστόσο, στο αναλυτικό πρόγραμμα που συνέταξε η Μητρόπολη Κόνιτσας για το σχολικό έτος 1911 -1912 και που προαναφέραμε, υπάρχουν επισυναφθέντες πίνακες όπου αναγράφεται η Σχολή από την οποία είχε αποφοιτήσει ο εκάστοτε εκπαιδευτικός. Τη χρονιά αυτή βλέπουμε ότι ο δάσκαλος του Σχολαρχείου (ή του Ελληνικού ή του Αστικού) του Παλαιοσελλίου είναι απόφοιτος του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Θεολογικής Σχολής Αθηνών διετούς φοιτήσεως, ενώ απολυτήριο της Ιερατικής Σχολής του νησιού των Ιωαννίνων έχει ο διορισμένος δάσκαλος για το Δημοτικό Σχολείο Νικόλαος Δ. Μητσιόκας. Οι δάσκαλοι της κοινότητας της Αστικής Σχολής των Πάδων έχουν ο μεν ένας απολυτήριο της Ζωσιμαίας Σχολής, ο δε άλλος απολυτήριο της Ριζαρείου Σχολής14.
Πολλές δυσκολίες όμως επισημαίνονται τα χρόνια εκείνα γενικότερα στον ελεύθερο ελλαδικό διδασκαλικό χώρο. Οι γυναίκες δασκάλες αντιμετωπίζουν πρόσθετα προβλήματα, αφού συνήθως γίνονται στόχος εμπαιγμού και περιφρόνησης15. Και ο λόγος είναι, όπως γράφει στη μελέτη της η Ελένη Βαρίκα, γιατί εισχωρούν στον απαγορευμένο ανδρικό κόσμο πληρώνοντας ως αντίτιμο μια συνεχή απειλή περιθωριοποίησης, μια κοινωνική θέση ευάλωτη και εκτεθειμένη στις επιθέσεις κάθε λογής.
Επιθέσεις που δεν μένουν πάντα στο επίπεδο του λόγου, αλλά αποτελούν μέρος της απτής καθημερινής πραγματικότητας των γυναικών αυτών, επιβάλλοντάς τους έναν εξαιρετικά άνισο και συχνά μοιραίο συσχετισμό δυνάμεων16.
Αν όμως υποφέρουν οι γυναίκες δασκάλες γενικά, πολύ περισσότερο υποφέρουν εκείνες που διορίζονται στα ακριτικά αυτά χωριά. Οι ανδροκρατούμενες εφοροεπιτροπές, συνήθως για ιδιοτελείς λόγους, αδιαφορούν για την καλή διαμονή τους, ακόμη και για τους μισθούς τους. Σε διαμαρτυρία δασκάλας προς τον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης. που υπηρετούσε τα έτη 1896-1899, αναφέρεται μεταξύ των άλλων (επ. 12): «... έχω λαμβάνειν τον διδασκαλικόν μισθόν των δύο τελευταίων σχολικών ετών περί της πληρωμής του οποίου ουδεμία φροντίς παρά των αρμοδίων της κοινότητος ελήφθη μέχρι τούδε, ει και επανειλημμένως εζητήσαμεν ταύτην...». Άλλη διαμαρτυρία δασκάλας εναντίον του επιτρόπου της σχολής το 1905 (επ. 32)17: «Έχω δέκα ημέρας ενταύθα αλλά πώς διάγω ο Θεός το ξέρει. Του εζήτησα χρήματα να οικονομηθώ και ηρνήθη να μου προσφέρει προφασιζόμενος ότι δεν έχει ούτε λεπτόν· του είπα να μου οικονομήσει ολίγον σιτάρι, εστάθη αδύνατον... δεν είναι κρίμα: δεν είναι αμαρτία; να βασανίζονται οι υπάλληλοι και να καταστερούνται και αυτού του επιούσιου άρτου;...».
Αλλά και για τους δασκάλους η επικρατούσα κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Ο ιερέας της κοινότητας Ζήσης Σακελλάριος γράφει προς τον Μητροπολίτη (επ. 20):«... ο διδάσκαλος, αν και άνοιξεν το σχολείου, συμβόλαιον δεν λαμβάνει ακόμη, από τον παλαιόν μισθόν του δεν επληρώθη και ο διδάσκαλος είναι σχεδόν απηλπισμένος και έτοιμος να παραιτηθή, έχει και δίκαιον διότι υποφέρει και από πείνα ακόμη...».
Από επιστολές προκύπτει ότι ένα μέρος του μισθού του διδασκαλικού προσωπικού πλήρωνε ο «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος». Στο διοριστήριο έγγραφο του διδασκάλου Κωνσταντίνου Κατσικόπουλου γράφουν οι Μουχταροδημογέεροντες τον τρόπο πληρωμής του (επ. 13):«... διορίζομεν ευχάριστως ... τον Κωνσταντίνον Κατσικόπουλον δια το παρόν σχολικόν έτος 1903-1904 αντί ετησίου μισθώματος λίρες οθωμανικές χρυσές είκοσι δυο... πληρωτέον αυτώ ως εξής, δέκα λιρών παρά του εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικού Συλλόγου, και των λοιπών παρ’ ημών αυτών εκ τε των εκκλησιαστικών ημών προσόδων και εκ της κοινότητας εις τρεις ίσας δόσεις ανυπερθέτως...»18.
Εκτός από την ουσιαστική συμβολή του προαναφερθέντος συλλόγου μετά την ίδρυση του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, σημαντικό ρόλο παίζει και ο «Εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Για την προσφορά του στα υπόλοιπα χωριά της Λάκκας Αώου που ανήκουν στο Ζαγόρι, ο Κώστας Κρυστάλλης γράφει: «Έχει (το Δοβρίνοβο, δηλ. το Ηλιοχώρι) δε και Ελληνικόν σχολείου αρρένων η κώμη, του οποίου ο διδάσκαλος μισθοδοτείται υπό του εν Αθήναις Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων αντί 15 λιρών ετησίως... Επίσης και της Λεσνίτσης (Βρυσοχώρι) ο διδάσκαλος μισθοδοτείται υπό του αυτού Συλλόγου»19. Οι σύλλογοι αυτοί, εκτός των άλλων, φρόντιζαν και για την αποστολή διδακτικών βιβλίων αλλά και για την οικονομική ενίσχυση των πόρων των σχολείων.
Από την απόδοση των μαθητών και την όλη λειτουργία του σχολείου κρινόταν η παραμονή του δασκάλου στο ίδιο σχολείο για την επόμενη χρονιά. Το διδασκαλικό προσωπικό ελεγχόταν πλήρως, εκτός από την εφορία και από το κοινό, και από τη Μουχταροδημογεροντία. Η τελευταία το 1905 διαμαρτύρεται προς τον Μητροπολίτη (επ. 25): «Σεβασμιώτατε σας αναγγέλλομεν τα εξής: ότι εχθές η κυρία διδασκάλισσα έκαμεν εξετάσεις εις το Παρθεναγωγείον χωρίς η εφορία να ειδοποιήση το κοινόν και τη Μουχταροδημογεροντίαν... και διά τούτο θερμώς παρακαλούμεν διά το εξής: να φροντίση η ιερά Μητρόπολις διά άλλην διδασκάλισσα διότι μας έφερεν μεγάλην σύγχυσιν και διχόνοιαν εις το κοινόν και διά τούτο διά το εξής δεν είναι δεκτή».
Διακριτικό έλεγχο ασκούσαν και οι τουρκικές αρχές. Το έτος 1911 περιόδευσε στα χωριά της Λάκκας Αώου ο Τούρκος Υποδιοικητής (Καϊμακάμης) Κονίτσης. Όταν επισκέφτηκε το σχολείο του Παλαιοσελλίου, ζήτησε να τραγουδήσουν τα παιδιά. Ο δάσκαλος Αντώνιος Φρόντζος, γνωρίζοντας ότι τα παιδιά ξέρουν μόνο αντιτουρκικά τραγούδια, δεν έχασε την ψυχραιμία του και δίνοντας το σύνθημα είπε: «Θεέ, Συ ο δεσπόζων...» και αντί «τον βασιλέα σώζε» είπε: τον Καϊμακάμη σώζε και σώζε τον λαόν». Ο Καϊμακάμης (Kaymakam = Προϊστάμενος διοικητής υπηρεσίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας) χαμογέλασε και έφυγε ικανοποιημένος20.
Διδακτηριακά θέματα.
Η φοίτηση των μαθητών και μαθητριών στα Αρρεναγωγεία και τα Παρθεναγωγεία δημιούργησε οξύ διδακτηριακό πρόβλημα. Στην αρχή της ίδρυσης τους στεγάζονταν οπουδήποτε: σε ακατάλληλα κοινοτικά οικήματα ή σε ενοικιαζόμενα δωμάτια σπιτιών21. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον στους κατοίκους για την ανέγερση διδακτηρίων. Ήδη στα απέναντι χωριά (Ακροζαγόρια), όπως στο Βρυσοχώρι, από το 1803 λειτουργεί σχολείο, καθ' όσον ο διδάσκαλος αμείβεται από της Κοινότητας22, ενώ το Παρθεναγωγείο ανεγέρθη το 186723. Το Ηλιοχώρι από το 1815 είχε Ελληνικό Σχολείο με πολλούς μαθητές, κτίστηκε όμως κοινοτικό διδακτήριο το 1870, ενώ από το 1885 λειτουργούσε σε σπίτι Παρθεναγωγείο μαζί με τμήμα Υφαντουργείου24. Το 1840 στη Λάιστα ανεγείρεται το πρώτο διδακτήριο και το 1908 κτίζεται νέο στα ερείπια του πρώτου. Σ' αυτό στεγάστηκε Δημοτικό Σχολείο, Ελληνικό (Σχολαρχείο), Ημιγυμνάσιο και Νηπιαγωγείο25.
Στις Πάδες, το σχολείο ενισχύθηκε με 400 γρόσια ετησίως από κληροδότημα που άφησε ο Δημήτριος Πολύχρονος από το Τσεπέλοβο το έτος 185826. Στη συνέχεια κτίστηκε διδακτήριο το 1901 και ακολούθησε το 1903-1904 η ανέγερση του Παρθεναγωγείου27.
Στο Παλαιοσέλλι, εκτός του Δημοτικού Σχολείου με τις 4 τάξεις, λειτουργούσε και το Ελληνικό Σχολείο με άλλες 3 τάξεις. Το σχολείο αυτό (1840-1907) αρχικά στεγαζόταν στο κτίριο που βρίσκεται σήμερα στην κεντρική πλατεία, κάτω από το ναό της Αγίας Παρασκευής. Σήμερα θα ήταν διατηρητέο. αν μερικοί δεν έσπευδαν να το μεταρρυθμίσουν. Οι διδακτηριακές όμως ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες που χρησιμοποιήθηκαν και διάφορα σπίτια για τη διδασκαλία των μαθητών. Το 1889 άρχισε και η λειτουργία του Παρθεναγωγείου σε ιδιωτική οικία για τη φοίτηση των κοριτσιών. Το 1891 εντείνεται και το ενδιαφέρον των κατοίκων για εξεύρεση οικονομικών πόρων για ίδρυση σχολείων (επ. 5): «...αμφοτέρων των φύλων». Καταφεύγουν στο «Εν Ιωαννίνοις Κατάστημα των Ελεών» και ζητούν 5.000 γρόσια για ίδρυση Παρθεναγωγείου, λέγοντάς τους ότι με ιδιωτικές δαπάνες έχουν προβεί σε αγορά οικοπέδου (επ. 4,8).
Λύση στο οξύτατο διδακτηριακό πρόβλημα έδωσε ο Ιωάννης Καραζήσης28, ο οποίος, βρισκόμενος στην Οδησσό της Ρωσίας, έπεισε τον τότε Έλληνα Δήμαρχο της Οδησσού Γρηγόριο Μαρασλή να ενισχύσει την προσπάθεια αυτή. Πράγματι ο Δήμαρχος έστειλε 500 ρούβλια και με το αξιοσέβαστο αυτό ποσό ενισχύθηκε οικονομικά η ανοικοδόμηση (επ. 38). Συντονιστής του έργου αυτού τέθηκε ο Δεσπότης Σπυρίδων, ο οποίος εμψύχωσε την Κοινότητα να συμβάλει και αυτή στο ξεκίνημά του με τους υπάρχοντες σ’ αυτήν πόρους, που συνολικά ήταν 12.050 γρόσια29. Στην πορεία της ερευνάς μου βρήκα και το συμφωνητικό που υπογράφτηκε μεταξύ της εφοροεπιτροπής και του αναδόχου αρχιτέκτονα Βασίλη Κυρίτση (Συμφ. 39). Το οικοδόμημα ολοκληρώθηκε το σχολικό έτος 1907- 1908, οπότε, εκτός από το Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, στεγάστηκε και το Νηπιαγωγείο30. Ο Ιωάννης Καραζήσης πρόσφερε τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας για όλα τα μαθήματα, ενώ την αποπεράτωση διαφόρων εργασιών, μετά το θάνατο του Γρηγορίου Μαρασλή, ανέλαβε ο Προϊστάμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αγαθάγγελος Πεφάνης, με τη μεσολάβηση και πάλι του Ιωάννη Καραζήση (επ. 68). Ο Αγαθάγγελος Πεφάνης πρόσφερε 1427 χρυσά φράγκα και ανακηρύχτηκε ευεργέτης του χωριού (επ. 70). Το διδακτήριο αυτό ονομάστηκε «Μαράσλειος Ελληνική Σχολή» με ψήφισμα της Εφοροεπιτροπής του διδακτηρίου και ο αείμνηστος Μαρασλής ανακηρύχτηκε επίσης ευεργέτης (Ψήφισμα: 58)31.
Από στοιχεία που υπάρχουν στο Αρχείο της Μητρόπολης Κόνιτσας για τη συντήρηση των σχολών Παλαιοσελλίου προκύπτει ότι, εκτός από την επιχορήγηση που παρείχε η Μητρόπολη Κόνιτσας, συνέδραμαν οικονομικά ο «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος» με 15 οθωμανικές λίρες και η έκδοση «Ωφελίμων βιβλίων» με 25 επίσης οθωμανικές λίρες (επ. 53)32.
Τα σχολεία αυτά καταργήθηκαν με νόμο το 1914 και από τότε λειτουργούν κανονικά εξατάξια Δημοτικά Σχολεία. Στη Λάκκα Αώου παρέμεινε σε λειτουργία το παλαιό σύστημα, αλλάζοντας την επωνυμία σε Σχολαρχείο μόνο στο χωριό Λάιστα. Αργότερα μετονομάστηκαν Ημιγυμνάσια και τέλος καταργήθηκαν.
Ρουμανική προπαγάνδα[33.
Και ενώ έτσι εξελισσόταν το εκπαιδευτικό σύστημα στη Λάκκα Αώου, στα μέσα του 19ου αιώνα εισβάλλει η ρουμανική προπαγάνδα στις περιοχές των δίγλωσσων Ελλήνων. Στόχος και η κοιλάδα του Αώου, η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σχετική αλληλογραφία, αντιστάθηκε σθεναρά στον επιδιωκόμενο προσηλυτισμό εκ μέρους της Ρουμανίας. Προσηλυτισμός ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Ευάγγελος Αβέρωφ, δε δρούσε τυχαία: Πράγματι, αντί αμφιβόλου αποτελεσματικότητος προπαγανδιστικά φυλλάδια, βιβλία και πράκτορες, η κίνηση χρησιμοποίησε το σχολείο και κατά δεύτερο λόγο την Εκκλησία.
Η πρόθεση ήταν να δημιουργηθούν ρουμανικά σχολεία σε κάθε κουτσοβλαχικό χωριό της τότε Ευρωπαϊκής Τουρκίας... Τα σχολεία όμως αυτά για τα μάτια του κόσμου δίδασκαν τη βλάχικη διάλεκτο, στην πραγματικότητα όμως δίδασκαν την επίσημη γλώσσα της Ρουμανίας με απώτερο σκοπό να αντικατασταθεί το ελληνικό εθνικό αίσθημα των νέων με το αντίστοιχο ρουμανικό34. Ο ειδικός για τα Βαλκανικά ζητήματα Amadori Virgilij μιλά για την οικονομική βάση της ρουμανικής προπαγάνδας, αφού δημιουργήθηκε αποκλειστικά με τη διανομή χρήματος, με μορφές όπως: ως μισθούς εις δασκάλους που δεν είχαν σχολεία, ως επιδόματα εις όποιον στέλνει το παιδί του εις το Ρουμανικό γυμνάσιο, ως επιχορηγήσεις εις τους επί κεφαλής (ai «mouctars») των κοινοτήτων για τις ιδιωτικές τους δαπάνες. Ένα δημιούργημα πιο τεχνητό, αλλά βαθύ και ευρύ αναλόγως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσονταν, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς35.
Ωστόσο, στο Παλαιοσέλλι, δυο απόπειρες για ίδρυση ρουμανικού σχολείου απέτυχαν. Στην πρώτη περίπτωση απόπειρα ίδρυσης σε σπίτι του χωρίου δεν απέδωσε, διότι κάτοικοι του χωριού κατεδάφισαν το κτίριο στο οποίο θα στεγαζόταν και έδιωξαν από το χωριό το ρουμανοδιδάσκαλο Αχιλλέα Ταμπούρα από τη Σαμαρίνα. Η υπόθεση κατέληξε στην τουρκική δικαιοσύνη χωρίς ποτέ να αποδειχθούν οι ένοχοι. Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Έλληνας δάσκαλος Κωνσταντίνος Κατσικόπουλος, γνωστός για τους αγώνες κατά της ρουμανικής προπαγάνδας, στον οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών, η οποία σύντομα ανεστάλη36. Ο ιδιοκτήτης της κατεδαφισθείσης οικίας γράφει επιστολή προς τον Μητροπολίτη με την πεποίθηση ότι θα εισακουστεί το παράπονό του (επ. 17, 18): «... Προ πέντε ετών, άνθρωπος βάρβαρος και ελληνόφρων εκ της χώρας μας, ονομαζόμενος Ιωάννης Λούπας μου εχάλασεν το σπίτι μου, το οποίον ήτο πατρικόν μου κτήμα και η αιτία της πράξεώς του ήτο ότι το είχα ενοικιάσει διά βλαχοσκολείον. Εγώ δε ο υποφαινόμενος, αδύνατος ων, ενήργησα διά μέσου Πρωτοδικείου Κονίτσης και μέχρι Εφετείου Ιωαννίνων, καθώς είναι γνωστόν και εις τους κώδικας των δικαστηρίων Κονίτσης και Ιωαννίνων. Και μέχρι τούδε όμως κανένα αποτέλεσμα δεν έδωσε το δικαστήριον. Και επειδή είμαι άνθρωπος πτωχός και οικογενειάρχης, δεν ημπορώ περισσότερον δια να παλαίψω το δικαστήριον και ούτω χάνεται η υπόθεσις και άπασα η οικογένειά μου...». Στη δεύτερη περίπτωση ίδρυσης ρουμανικού σχολείου ντόπιος ρουμανοδιδάσκαλος προσπάθησε να ιδρύσει σχολείο σε δωμάτιο του σπιτιού του. Απειλήθηκε όμως από κατοίκους του χωριού να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του, εάν ήθελε να ζήσει. Τελικά, αν και κατέθεσε έγγραφο μετάνοιας προς τον Μητροπολίτη (επ. 54), ωστόσο αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρουμανία.
Με αυτές τις καταστάσεις παρεμποδιζόταν ιδιαίτερα το έργο των δασκάλων. Ο δάσκαλος Κατσικόπουλος γράφει και πάλι προς τον Μητροπολίτη (επ. 21): «... Θα ευχόμην ινα άλλο τι μέσον εξευρίσκετο προς απαλλαγήν μου των πιέσεων των τυραννικών των κοτζαμπασήδων ίνα δυνηθώ να συγκεντρώσω τον νου μου και μόνον εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων μου μηδ' έχων τοιούτους περισπασμούς...».
Τις ανησυχίες του επισημαίνει σε επιστολή του και ο ιερέας της κοινότητας προς τον Μητροπολίτη (επ. 22): «... Όσον αφορά διά τα παιδιά όπου πηγαίνουν εις το ρουμανικόν σχολείον θα πασχίσωμεν να τα τραβήξωμεν, αλλά θα κοπιάσωμεν ολίγον συνάμα και θα αργήσωμεν, διότι κατά το παρόν είναι οι γονείς των πολύ οργισμένοι κατά τον Ελληνοδιδασκάλου και διά τούτο ήτο ανάγκη διά βοηθόν. Έχω δώδεκα έτη Σεβασμιότατε όπου αντιπαλεύω με ρουμανοδιδάσκαλον και δεν τον άφηνα παραπάνω από δύο παιδιά...».
Οι κάτοικοι υποβάλλουν εκκλήσεις για την όσο το δυνατόν ταχύτερη αποπεράτωση της Σχολής, βλέποντάς την ως σανίδα σωτηρίας έναντι της προπαγάνδας (επ. 53): «... προς τελείαν άρσιν τον κακού δύο τινά εισέτι υπολείπονται, η εξαφάνισις της προπαγάνδας και η όσον ένεστι ταχυτέρα αποπεράτωσις της σχολής, καθ' όσον η περαιτέρω διδασκαλία των μαθητών εις τοιαύτας τρώγλας δι’ ημάς αποτελεί αδικαιολόγητον έγκλημα...».
Στο Δίστρατο είχε επέλθει μικρή διείσδυση37, γιατί αν και ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο, το 1939 φοιτούσαν από 240 μαθητές του χωριού μόνο δεκαεπτά38. Στην περίοδο της Κατοχής, στο ίδιο χωριό, ο ρουμανικός πυρήνας κατόρθωσε και έδιωξε τους Έλληνες δασκάλους και παράνομα εγκατέστησε στο ελληνικό διδακτήριο το ρουμανικό σχολείο. Αρχηγός στην κίνηση αυτή ήταν ο ρουμανοδιδάσκαλος Γεώργιος Προφέντζας απ’ την Αβδέλλα Γρεβενών. Ο δάσκαλος Γεώργιος Παπαπαύλος, στη συνέχεια, πέτυχε την ανάληψη των καθηκόντων του και κατάφερε με τις προσπάθειές του να ξαναρχίσει η λειτουργία του Ελληνικού Δημοτικού Σχολείου39.
Από έγγραφα40 προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές υπέθαλπαν τη ρουμανική προπαγάνδα και επιχειρούσαν να ρυθμίσουν ακόμη και τη λειτουργία των σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά, αλλά και μετακινήσεις δασκάλων να κάνουν.
Στο χωριό Πάδες ο ρουμανοδιδάσκαλος κατέλαβε το Ελληνικό Σχολείο με άλλους δύο και άρχισε να διδάσκει στους στρατολογηθέντες μαθητές τη ρουμανική γλώσσα. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να μεταφερθεί το Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο στο Νηπιαγωγείο, το οποίο, λόγω ελλείψεως άλλου οικήματος, δε λειτούργησε41. Αυτή ήταν και η επιθυμία των ιταλικών αρχών, όπως προκύπτει από έγγραφο της Διοίκησης Μεραρχίας Πεζικού MODENA προς την Γενική Διοίκηση Ηπείρου, έγγραφο που υπογράφτηκε από το Στρατηγό της Μεραρχίας Διοικητή Μάριο Γκουασάρντο42.
Οι κάτοικοι του χωριού Άρματα πιέστηκαν πολύ να δεχθούν τη λειτουργία ρουμανικού σχολείου, αλλά, παρότι γνώριζαν ότι οι Ιταλοί υπέθαλπαν τη ρουμανική κίνηση, δε δίστασαν να διαμαρτυρηθούν με υπόμνημά τους στον Ιταλό στρατηγό της Μεραρχίας που διέμενε στα Γιάννενα και να διακηρύξουν ότι είναι Έλληνες και δε δέχονται τη λειτουργία του ρουμανικού σχολείου43.
Στο Βρυσοχώρι πήγε ομάδα ρουμανιζόντων με έναν Ιταλό αξιωματικό να καλλιεργήσει το έδαφος για να λειτουργήσει ρουμανικό σχολείο. Όταν όμως ο Ιταλός αξιωματικός έμαθε ότι στο χωριό αυτό υπάρχουν 50 Έλληνες δάσκαλοι ντόπιοι, έφυγε αμέσως λέγοντας ιταλικά στην ομάδα του: Τ’ ακούσατε, 50 Έλληνες δασκάλους έχει το χωριό αυτό. Άρα η προσπάθειά σας να ιδρύσετε ρουμανικό σχολείο είναι από τώρα αποτυχημένη. Έτσι εγκατέλειψαν το χωριό44.
Το βλαχόφωνο επίσης χωριό Φούρκα της επαρχίας Κόνιτσας υπέφερε από τη ρουμανική προπαγάνδα45. Δυστυχώς, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, τα ρουμανικά σχολεία που λειτουργούσαν δεν καταργήθηκαν. Αυτό έγινε μόνο με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Με προσπάθειες και των κατοίκων των χωριών της κοιλάδας του Αώου δεν ιδρύθηκε ρουμανική Μητρόπολη46. Το υπόμνημα που υποβλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εναντίον του Μπογιατζή, που μετέφρασε την Αγία Γραφή στη ρουμανική γλώσσα, υπογράφεται και από τα χωριά της Λάκκας Αώου (Παλαιοσέλλι, Πάδες. Άρματα)47.
Οι κάτοικοι των ανωτέρω χωριών αντέδρασαν έντονα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατήρτισε νέα δελτία ταυτότητας (Νεφούν-Τεσκερέ) και απαίτησε από τους υπαλλήλους απογραφείς να εγγράψουν τους κατοίκους των βλάχικων χωριών ως βλαχικής εθνικότητας48. Για το γεγονός αυτό συγκεντρώθηκαν στα Ιωάννινα με ιδιαίτερη αποστολή οι: Ε. Χασάν Βέης, Μέλος του Συμβουλίου του κράτους, Ε. Μουμτάλ Βέης, του Υπουργείου των Εξωτερικών και ο Ε. Γιουσούφ Κενάν Πασάς, Υποστράτηγος του Γενικού Επιτελείου. Σε ερώτηση που υπέβαλαν στον Παλαιοσελλίτη Παύλο Ζησάκη, εκτός των άλλων, γιατί ονομάζουν εαυτούς Ρωμιούς, αφού στην οικογένειά τους μιλούν το βλάχικο ιδίωμα και όχι το ελληνικό, απάντησε: «Και οι Τούρκοι Κονίτσης, Ιωαννίνων, Παραμυθιάς, Πάργας, Γρεβενών κλπ. ομιλούν γνήσια ελληνικά και όμως δεν επιθυμούν να ονομάζονται Έλληνες»49.
Σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος του ιερέα Ζήση Σακελλάριου στο Παλαιοσέλλι, ο οποίος, έχοντας στο πλευρό του τον Δεσπότη Σπυρίδωνα, κατάφερε, μέσω της διπλωματικής οδού, να εκδιώξει το φανατικό υποστηρικτή της ρουμανικής προπαγάνδας από το Παλαιοχώρι της Λάιστας ιερέα Παπαγιάννη50.
Κάτοικοι της κοιλάδας του Αώου δρούσαν και σε άλλα μέρη εναντίον της ρουμανικής προπαγάνδας. Στη Μακεδονία συνεργάστηκαν στενά με τον τότε Αρχιμανδρίτη Καβάλας Σπυρίδωνα Βλάχο, ο οποίος αργότερα έγινε Μητροπολίτης Κόνιτσας (1906), Ιωαννίνων (1916) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1949)51.
Χαρακτηριστική είναι η έκθεση του Επιθεωρητού Δημοτικών Σχολείων κ. Ηλία Παπαζήση προς τη Γενική Διεύθυνση Ηπείρου και τα αρμόδια Υπουργεία, στην οποία περιγράφεται το άθλιο καθεστώς στα χωριά αυτά, εξαιτίας όχι μόνο της έλλειψης επισιτισμού αλλά και της εξάπλωσης της ρουμανικής προπαγάνδας: «...Αξιοθρήνητον το ορώμενον θέαμα ωρισμένων διδασκάλων περιφερόμενων ως μεταπωληταί με σκεπάσματα επ’ ώμου και φορτωμένων με έπιπλα, διά να πωλήσωσι ταύτα αντί οκάς αραβοσίτου...» και παρακάτω «...Συνειδήσεις ηθικαί, θρησκευτικαί, εθνικαί, εξεβιάσθησαν, επωλήθησαν αντί πινακίου φακής, αντί οκάς αραβοσίτου...»52. Η έκκληση αυτή δεν έπεσε στο κενό. Ο Υφυπουργός Λ. Τσιριγώτης εισηγήθηκε, μεταξύ των άλλων, προς το Υπουργείο Επισιτισμού και Οικονομικών να λάβουν πρόσφορα μέτρα προς περιορισμό των περιγραφομένων δεινών λαμβάνοντες υπ’ όψιν τους προς τούτο συντρέχοντας εθνικούς λόγους53.
Γεγονός είναι ότι οι υποστηρικτές της ρουμανικής προπαγάνδας απέβλεπαν περισσότερο στο χρήμα και όχι στην ιδέα. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της έκθεσης του Επιθεωρητού των ρουμανικών σχολείων Μακεδονίας, Λαζαρέσκου Λεκάντα (Lecanta), ο οποίος υπήρξε διευθυντής του ρουμανικού Γυμνασίου Ιωαννίνων και αργότερα διευθυντής της εφημερίδας του Βουκουρεστίου «Βαλκανούμ», προς τον υπουργό των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της Ρουμανίας Haret:
Αυτό που λέγεται Ρουμανισμός της Μακεδονίας απαρτίζεται από ανθρώπους που μισθοδοτούνται και παίρνουν επιχορηγήσεις. Οι Βλάχοι μας δέχονται στα χωριά, όσο δεν ξέρουν τους σκοπούς μας. Άμα καταλάβουν πως είμαστε σταλμένοι από τη Ρουμανική προπαγάνδα, μας καταδιώκουν σαν χολεριασμένους. Ρουμανική γλώσσα δεν υφίσταται. Αυτοί που αγκαλιάζουν σήμερα το Ρουμανισμό και θεωρούνται ότι έχουν αισθήματα Ρουμανικά, κάνουν αυτό όχι από πεποίθηση, όχι από καρδιά και ψυχή, αλλά από υλικό συμφέρον, που, άμα λείψη, παύει το αίσθημα του Ρουμανισμού, το οποίο για λίγο καιρό και εντελώς επίπλαστα εξεδηλώθη54].
Τις ιδέες αυτές, καθώς και πολλών άλλων, ανέπτυξε στη Βουλή ο Haret ο οποίος εκήρυξε ότι «δεν είνε σκόπιμον να δαπανά περί το εκατομμύριον η Ρωμουνία δια την Μακεδονίαν, αφού αποτέλεσμα δεν δύναται να έχη»55. Τις απόψεις αυτές για τα οικονομικά κίνητρα που αφορούν εκπαιδευτικά θέματα των ορεινών χωριών εξέφρασε και ο Ευάγγελος Αβέρωφ το 1948:
Η φτώχεια του ορεινού εδάφους, που κατά κανόνα κατοικούσαν οι κουτσόβλαχοι, καθώριζε αυτή την οικονομική τους κατάσταση. Η οικονομική όμως αυτή κατάσταση καθιστούσε τη ζωή σκληρότατη και τη μόρφωση πολυτέλεια απρόσιτη γι' αυτούς, ενώ από το άλλο μέρος η έμφυτη ευφυΐα τους και το ανήσυχο πνεύμα τους έκαναν τη μόρφωση πολύ, πάρα πολύ επιθυμητή. Αυτή λοιπόν τη στοιχειώδη αλλά και την ανώτερη μόρφωση μαζί με την πολυτιμότατη γι’ αυτούς οικονομική ενίσχυση, και μαζί με θετικές υποσχέσεις υποστηρίξεως για το μέλλον, ερχόταν να τους προσφέρη μια χώρα κάπως μακρινή αλλά πλούσια, μια χώρα που τους έλεγε ότι δεν ήταν ξένη αλλά ήταν η πραγματική τους πατρίδα, η οποία -απτή απόδειξη- έσκυβε με στοργή απάνω τους56.
Στη συνέχεια, ο Ευάγγελος Αβέρωφ υπογραμμίζει την πικρία του και τις ανησυχίες του για το Ελληνικό Κοινοβούλιο:
Στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κανείς, νομίζω, δεν είχε ποτέ κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Οι τοπικοί πολιτευταί, οι διοικητικοί άρχοντες δεν είχαν ανακινήσει το ζήτημα, έξω ίσως από ακατατόπιστες όσο και στείρες συζητήσεις. Υπουργοί και Γενικοί Διοικηταί, αρμόδιοι για το ζήτημα -είχα προσωπική πείρα αυτού κατά τα έτη 1939 και 1940- το θεωρούσαν ανάξιο συζητήσεως, το αγνοούσαν εντελώς και περιορίζονταν να το σχολιάσουν με φθηνή ειρωνεία57.
Ήρθε η άνοιξη του 1943 και η κατάσταση άλλαξε. Εμφανίστηκαν στη λεκάνη του Αώου οι πρώτες επαναστατικές ομάδες της εθνικής αντίστασης. Στην εμφάνισή τους, οι ρουμανίζοντες εξαφανίστηκαν. Εγκατέλειψαν τα πάντα. Η λεκάνη του Αώου πρωτοστάτησε στον απελευθερωτικό αγώνα και έγινε το πρώτο θύμα των κατακτητών στην περιφέρεια Κόνιτσας γιατί πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς. Δυστυχώς, μαζί με τα οικοδομήματα, κάηκαν και τα ωραία διδακτήρια που με τόσους κόπους οι κάτοικοι της περιοχής αυτής είχαν φροντίσει να ανεγερθούν.
Η φθίνουσα πορεία, που δεν ταιριάζει στην εκπαιδευτική ιστορία του τόπου συνεχίζεται ως σήμερα, αφού λειτουργούν Δημοτικά Σχολεία μόνο στα χωριά Άρματα και Δίστρατο.
Στην περιοχή όμως, λόγω του φυσικού πλούτου των χωριών της Λάκκας Αώου και με τη βοήθεια των κοινοτικών προγραμμάτων, διαφαίνονται προοπτικές τουριστικής ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό -και όχι μόνο- η στοιχειώδης εκπαίδευση θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, σε όλα τα χωριά, καθόσον θα είναι ένας βασικός παράγοντας που θα συγκροτήσει τους νέους και δραστήριους ανθρώπους, οι οποίοι θα συνδράμουν στο μέλλον στην ανάπτυξη της περιοχής με οποιαδήποτε μορφή εργασίας.
Σας ευχαριστώ.
Ροδάνθη Βαλερά-Κουνάβα
ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗ ΛΑΚΚΑ ΑΩΟΥ ΚΑΙ Η ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ (1840-1943)
δημοσιευμένο στο:
Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο: εισηγήσεις στο Α' Επιστημονικό Συμπόσιο
(Κόνιτσα, 12, 13, 14 Μαϊου 1995) | επιμέλεια Νιτσιάκος Βασίλης
[1] Η Λάκκα ή Λεκάνη του Αώου βρίσκεται ανατολικά της Κόνιτσας. Έχει μήκος περίπου 50 χιλιόμετρα και εκτείνεται από τον αυχένα της Σουσνίτσας μέχρι τη Βασιλίτσα, που είναι όριο Μακεδονίας-Ηπείρου. Ο ποταμός Αώος διασχίζει τη Λάκκα αυτή, στην οποία ανήκουν από την ανατολική πλευρά του ποταμού τα χωριά Ελεύθερο, Παλαιοσέλλι, Πάδες, Αρματα και Δίστρατο, που διοικητικά υπάγονται στην επαρχία Κόνιτσας, ενώ δεξιά του ποταμού βρίσκονται τα χωριά Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι και Λάιστα που διοικητικά ανήκουν στο Ζαγόρι. Η Λάκκα Αώου είναι δημιουργία των παρυφών του Σμόλικα και της Τύμφης. [2] Σήμερα το Αρχείο αυτό βρίσκεται στο σπίτι του ιερέα Τάτση Διονύσιου για καλύτερη διαφύλαξή του. [3] Από τα χωριά της Λάκκας Αώου στα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα πληρέστερος είναι ο φάκελος του Παλαιοσελλίου. Των υπολοίπων κοινοτήτων η αλληλογραφία είναι ποικίλη και αναφέρεται σε διαθήκες, προικώα, διαζύγια, εμπόριο, κτλ. [4] Όλα τα χωριά της Λάκκας Αώου κάηκαν από τους Γερμανούς το 1943. Νικόλαος Έξαρχος, «Οι Γερμανοί καίνε το χωριό την 18η Οκτωβρίου 1943», Το Ντομπρίνοβο, εκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων», Αθήνα, σσ. 109-110. [5] Για όποιον θα ήθελε να ενημερωθεί ειδικότερα στο θέμα αυτό, παραπέμπω στην εκτεταμένη βιβλιογραφία της διδακτορικής διατριβής του Αχιλλέα Λαζάρου, «Βιβλιογραφία», Η ΑΡΩΜΟΥΝΙΚΗ και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής, ΒΛΑΧΟΙ, Ιστορική-Φιλολογική μελέτη, Αθήνα 1986, σσ. 365-396, του ιδίου, Βαλκάνια και Βλάχοι. Εκδ. Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993 και του ίδιου, «Ελληνόβλαχοι και παραπληροφόρηση». Πρακτικά Α' Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών, επιμέλεια: Τριαντάφυλλος Δημ. Παπαζήσης, Αθήνα 1993, εκδ. Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, σσ. 453-469. [6] Εκτός από το Ελεύθερο, όλα τα υπόλοιπα χωριά της Λάκκας Αώου είναι δίγλωσσα. Το Ελεύθερο ιδρύθηκε το 16ο αιώνα. Λέγεται ότι στο χωριό Πλακωτή της Θεσπρωτίας έγιναν μεγάλες καθιζήσεις και κατολισθήσεις με αποτέλεσμα να καταστραφεί ένας ολόκληρος οικισμός, το «Γκρισμπάνι ή Κουσπάνι», που βρισκόταν νοτιοδυτικά του χωριού, κι έτσι οι κάτοικοι έμειναν άστεγοι. Την καταστροφή αυτή εκμεταλλεύτηκε Τουρκαλβανός φύλαρχος, ο οποίος μετέφερε τις άστεγες αυτές οικογένειες στη νέα τοποθεσία με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ως κολλήγους. Γι' αυτό και οι κάτοικοί του δε γνωρίζουν τη βλάχικη γλώσσα. Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν από τη μελέτη: Ηλίας Παπαζήσης, «Η ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ (Η λεκάνη του Αώου. Η αρχαία Παραυαία)», περ. Κόνιτσα, τεύχ. 22, έτ. 1988, σσ. 275-278. [7] Ειδικώτερον θα είχαν να αναφέρω ότι οι Βλαχόφωνοι πληθυσμοί της Ηπείρου επί της εποχής τον Αγίου Κοσμά είχον ήδη ελληνικήν μόρφωσιν την οποίαν εκινητοποίησε έτι περισσότερον η διδαχή και αι εν γένει ενέργειαι του Αγίου...: Κ. Φαλτάιτς, Ο Αγιος Κοσμάς εις το στόμα του ηπειρωτικού λαού, εν Αθήναις 1929, σ. 12. Επίσης: Χρ. Κ. Ρέππα, «Βιογραφικά Κοσμά του Αιτωλού», περ. Ηπειρωτική Εστία, τεύχ. 342-343, έτ. 1980, σ. 870 και Νικόλαος Έξαρχος, «Ο Κοσμάς ο Αιτωλός», ό.π., σσ. 22-25. [8] «Ανάδρομες στα περασμένα», εφημ. Πρωινός Λόγος, 7 Οκτωβρίου 1987. [9] Το 1904 (31 Μαρτίου-4 Απριλίου) ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, σε συνεργασία με το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό και το Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, συγκάλεσε στην Αθήνα το Πρώτον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον, που χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα...: Αλεξάνδρα Μπακαλάκη-Ελένη Ελεγμίτου, «Το Πρώτον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον», Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα, εκδ. Ιστορικό Αρχείο της Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1987, σσ. 148-149. [10] Η αλληλοδιδακτική μέθοδος θεσπίστηκε με το διάταγμα αρ. 1032 12ης Ιουλίου 1830. Βλ. (I. Π. Κοκκώνης), Εγχειρίδιον διά τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ή Οδηγός της αλληλοδιδακτικής μεθόδου υπό Σαραζίνου, Αίγινα 1830. Επίσης: Λυδία Παπαδάκη, Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στην Ελλάδα τον 19ου αιώνα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1992. [11] Πρόγραμμα της κοινότητας Παλαιοσελλίου φέρει τον τίτλο: Πρόγραμμα Τάξεων Μαθημάτων και Ωρών διδασκαλίας καθ' εβδομάδα της Αστικής Σχολής Παλαιοσελλίου κατά το σχολ. έτος 1911-1912. Επίσης στον πίνακα των Πάδων στη στήλη, Σχολή εν η υπηρετεί (ο διδάσκαλος), σημειώνεται : Αστική Σχολή Πάδων (βλ. σημ. 14). [12] Ξεχωριστός φάκελος (με 118 ανέκδοτες επιστολές) από το Αρχείο που προαναΗ ανακοίνωσή μου αναφέρεται στο εκπαιδευτικό σύστημα των χωριών της Λάκκας Αώου1 , που διοικητικά ανήκουν στην επαρχία Κόνιτσας, και εξετάζει πώς το σύστημα αυτό βαλλόταν από τη ρουμανική προπαγάνδα.
Τα βασικά στοιχεία για τη μελέτη του θέματος αυτού με τη διπλή διάσταση έδωσε η αλληλογραφία (200 περίπου επιστολές) μεταξύ των ετών 1889-1912, που φυλαγόταν στο Αρχείο της Ιεράς Μητρόπολης Κόνιτσας, η οποία, εκτός των άλλων, ήταν και ρυθμιστής των εκπαιδευτικών ζητημάτων των κοινοτήτων των χωριών αυτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Στο σημείο αυτό θεωρώ χρέος να ανακοινώσω την ύπαρξη και άλλων, χιλιάδων επιστολών και εγγράφων -όλων ανέκδοτων- που μπορούν να ρίξουν άπλετο φως στη νεότερη ιστορία (δικαστική, εκκλησιαστική, εκπαιδευτική, κτλ.) της επαρχίας Κόνιτσας. Έως τώρα όχι μόνο δεν ε'χουν μελετηθεί, αλλά ήταν άγνωστη και η ύπαρξή τους2.
Η σπουδαιότητα της έρευνας του Αρχείου που αναφέρεται στα χωριά της Λάκκας Αώου έγκειται στις μοναδικές πληροφορίες που παρέχουν οι επιστολές3, γιατί όλες οι κοινότητες μαζί με τα Αρχεία τους κάηκαν στην κατοχή από τους Γερμανούς4. Όσον αφορά στο δεύτερο μέρος της ανακοίνωσης μου η έρευνα Ελλήνων και ξένων επιστημόνων5απόδειξε γλωσσικά, ιστορικά και πολιτικά την ανεδαφικότητα των θέσεων και τις προπαγανδιστικές διαθέσεις της Ρουμανίας, προκειμένου αυτή να δημιουργήσει μειονοτικό ζήτημα και επωφεληθεί από τα βλαχόφωνα χωριά 6. Έτσι, η δική μου συμβολή στον τομέα αυτό έρχεται να προσθέσει στο γεωγραφικό πλέον χάρτη κάποια άγνωστα στοιχεία στο χώρο της εκπαίδευσης.
Στην προσπάθειά μου αυτή οφείλω πολλές ευχαριστίες στον αιδεσιμότατο Τάτση Διονύσιο, που έθεσε στη διάθεσή μου το παραπάνω Αρχείο. Επίσης ευχαριστώ τον κ. Ηλία Παπαζήση, ο οποίος διατέλεσε Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης στην περιφέρεια Κόνιτσας μεταξύ των ετών 1941-1948, αγωνίστηκε κατά της ρουμανικής προπαγάνδας και διαφώνησε σταθερά με τις ιταλικές αρχές. Γι’ αυτό, τόσο οι μνήμες του (γεννήθηκε το 1900) όσο και τα πολύτιμα έγγραφα που μου παραχώρησε, με διευκόλυναν στις αναζητήσεις μου.
Ουσιαστικές συμβολές.
Στις αρχές της Τουρκοκρατίας το εκπαιδευτικό σύστημα στα χωριά της Λάκκας Αώου λειτουργούσε όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, δηλ. στα μοναστήρια και τους ναούς. Αργότερα, όταν ιδρύθηκαν μεγάλα πνευματικά κέντρα σε πολλά μέρη της τουρκοκρατούμενης χώρας, θα δούμε ότι δεν υστέρησαν καθόλου τα χωριά της κοιλάδας του Αώου, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Πριν υπεισέλθω στα στοιχεία που αντλήθηκαν από την αλληλογραφία, θα ήθελα να επισημάνω το πέρασμα του Αγίου Κοσμά (1776)7 από την περιοχή, του οποίου το ενδιαφέρον ήταν αμέριστο για τη λειτουργία σχολείων και την παιδεία που θα έπαιρναν οι μαθητές, σε συνδυασμό πάντοτε με το ποθούμενο αποτέλεσμα της λευτεριάς.
Την πλήρη ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας των σχολείων είχαν οι Μητροπόλεις. Φρόντιζαν για την εξεύρεση ικανών διδασκάλων και το διορισμό τους, για τον έλεγχο της εργασίας τους και γενικά είχαν την εποπτεία των σχολείων σε όλους τους τομείς.
Το 1911 ιδρύθηκε το ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, το οποίο υπαγόταν στη Μητρόπολη Κόνιτσας. Σ’ αυτήν υπάγονταν επίσης και τα χωριά της Λάκκας Αώου: Ελεύθερο, Παλαιοσέλλι, Πάδες, Άρματα και Δίστρατο, ενώ τα Ακροζαγόρια της: Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι και Λάιστα, υπάγονταν στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Σπυρίδωνα στις 20-5-1912 συνήλθε στην Ιερά Μονή Βελλάς και Κονίτσης το πρώτο Διδασκαλικό Συνέδριο8 . Εκεί παραβρέθηκαν πολλοί δάσκαλοι και συζητήθηκαν πολλά ενδιαφέροντα θέματα για τα σχολεία της περιοχής, ενώ το «Πρώτο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο» στην Αθήνα είχε γίνει μόλις οκτώ χρόνια πριν, το 19049.
Για το σχολικό έτος 1911-1912 η Μητρόπολη Κόνιτσας συνέταξε αναλυτικό πρόγραμμα των διδασκομένων μαθημάτων κατά τάξη, βασιζόμενη στην αλληλοδιδακτική μέθοδο 10. Εκτός από τις 4 τάξεις του κοινού Δημοτικού Σχολείου, λειτουργούσε στα χωριά της Λάκκας Αώου και το Ελληνικό ή Αστικό11 Σχολείο με άλλες 3 τάξεις. Στα σχολεία αυτού του τύπου διδάσκονταν επιπλέον τα Αρχαία Ελληνικά και μάλιστα «Κύρου Ανάβαση», «Κύρου παιδεία», «Λουκιανός», «Χρηστομάθεια» κ.ά.. Επίσης διδάσκονταν ξένες γλώσσες, όπως Λατινικά, Γαλλικά και τελευταία υποχρεωτικά Τουρκικά.
Εκτός από το σημαντικό ρόλο που έπαιζε η Μητρόπολη Κόνιτσας θα δούμε στη συνέχεια και την ουσιαστική συμβολή του «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικού Συλλόγου»12 , του «Εν Αθήναις Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων», της έκδοσης «Ωφελίμων Βιβλίων» και του «Εν Ιωαννίνοις Καταστήματος των Ελεών». Κληροδοτήματα και δωρεές αποτελούσαν πάντοτε τη βάση για υλοποίηση οποιοσδήποτε εκπαιδευτικής προσπάθειας.
Εκπαιδευτικό προσωπικό.
Μία από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το εκπαιδευτικό σύστημα στη Λάκκα Αώου ήταν η εξεύρεση καταρτισμένου εκπαιδευτικού προσωπικού. Ένας εκπαιδευτικός έπρεπε να είναι απόφοιτος του τετραετούς Γυμνασίου. Ένα μέρος μόνο των εκπαιδευτικοί αναγκών κάλυπτε τότε η Ζωσιμαία Σχολή, γι’ αυτό αναγκαστικά προσλαμβάνονταν δάσκαλοι με γνώσεις μιας γυμνασιακής τάξης από την Ιερατική Σχολή του νησιού των Ιωαννίνων. Ακολουθούσαν προσλήψεις δασκάλων με διδακτική πείρα αλλά αγνώστου τυπικών σπουδών. Οι απόφοιτοι της Ριζαρείου Σχολής της Αθήνας και της Ακαδημίας Κέρκυρας ενίσχυαν συνήθως το εκπαιδευτικό προσωπικό στις πόλεις13 . Ωστόσο, στο αναλυτικό πρόγραμμα που συνέταξε η Μητρόπολη Κόνιτσας για το σχολικό έτος 1911 -1912 και που προαναφέραμε, υπάρχουν επισυναφθέντες πίνακες όπου αναγράφεται η Σχολή από την οποία είχε αποφοιτήσει ο εκάστοτε εκπαιδευτικός. Τη χρονιά αυτή βλέπουμε ότι ο δάσκαλος του Σχολαρχείου (ή του Ελληνικού ή του Αστικού) του Παλαιοσελλίου είναι απόφοιτος του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Θεολογικής Σχολής Αθηνών διετούς φοιτήσεως, ενώ απολυτήριο της Ιερατικής Σχολής του νησιού των Ιωαννίνων έχει ο διορισμένος δάσκαλος για το Δημοτικό Σχολείο Νικόλαος Δ. Μητσιόκας. Οι δάσκαλοι της κοινότητας της Αστικής Σχολής των Πάδων έχουν ο μεν ένας απολυτήριο της Ζωσιμαίας Σχολής, ο δε άλλος απολυτήριο της Ριζαρείου Σχολής14.
Πολλές δυσκολίες όμως επισημαίνονται τα χρόνια εκείνα γενικότερα στον ελεύθερο ελλαδικό διδασκαλικό χώρο. Οι γυναίκες δασκάλες αντιμετωπίζουν πρόσθετα προβλήματα, αφού συνήθως γίνονται στόχος εμπαιγμού και περιφρόνησης15. Και ο λόγος είναι, όπως γράφει στη μελέτη της η Ελένη Βαρίκα, γιατί εισχωρούν στον απαγορευμένο ανδρικό κόσμο πληρώνοντας ως αντίτιμο μια συνεχή απειλή περιθωριοποίησης, μια κοινωνική θέση ευάλωτη και εκτεθειμένη στις επιθέσεις κάθε λογής.
Επιθέσεις που δεν μένουν πάντα στο επίπεδο του λόγου, αλλά αποτελούν μέρος της απτής καθημερινής πραγματικότητας των γυναικών αυτών, επιβάλλοντάς τους έναν εξαιρετικά άνισο και συχνά μοιραίο συσχετισμό δυνάμεων16.
Αν όμως υποφέρουν οι γυναίκες δασκάλες γενικά, πολύ περισσότερο υποφέρουν εκείνες που διορίζονται στα ακριτικά αυτά χωριά. Οι ανδροκρατούμενες εφοροεπιτροπές, συνήθως για ιδιοτελείς λόγους, αδιαφορούν για την καλή διαμονή τους, ακόμη και για τους μισθούς τους. Σε διαμαρτυρία δασκάλας προς τον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης. που υπηρετούσε τα έτη 1896-1899, αναφέρεται μεταξύ των άλλων (επ. 12): «... έχω λαμβάνειν τον διδασκαλικόν μισθόν των δύο τελευταίων σχολικών ετών περί της πληρωμής του οποίου ουδεμία φροντίς παρά των αρμοδίων της κοινότητος ελήφθη μέχρι τούδε, ει και επανειλημμένως εζητήσαμεν ταύτην...». Άλλη διαμαρτυρία δασκάλας εναντίον του επιτρόπου της σχολής το 1905 (επ. 32)17: «Έχω δέκα ημέρας ενταύθα αλλά πώς διάγω ο Θεός το ξέρει. Του εζήτησα χρήματα να οικονομηθώ και ηρνήθη να μου προσφέρει προφασιζόμενος ότι δεν έχει ούτε λεπτόν· του είπα να μου οικονομήσει ολίγον σιτάρι, εστάθη αδύνατον... δεν είναι κρίμα: δεν είναι αμαρτία; να βασανίζονται οι υπάλληλοι και να καταστερούνται και αυτού του επιούσιου άρτου;...».
Αλλά και για τους δασκάλους η επικρατούσα κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Ο ιερέας της κοινότητας Ζήσης Σακελλάριος γράφει προς τον Μητροπολίτη (επ. 20):«... ο διδάσκαλος, αν και άνοιξεν το σχολείου, συμβόλαιον δεν λαμβάνει ακόμη, από τον παλαιόν μισθόν του δεν επληρώθη και ο διδάσκαλος είναι σχεδόν απηλπισμένος και έτοιμος να παραιτηθή, έχει και δίκαιον διότι υποφέρει και από πείνα ακόμη...».
Από επιστολές προκύπτει ότι ένα μέρος του μισθού του διδασκαλικού προσωπικού πλήρωνε ο «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος». Στο διοριστήριο έγγραφο του διδασκάλου Κωνσταντίνου Κατσικόπουλου γράφουν οι Μουχταροδημογέεροντες τον τρόπο πληρωμής του (επ. 13):«... διορίζομεν ευχάριστως ... τον Κωνσταντίνον Κατσικόπουλον δια το παρόν σχολικόν έτος 1903-1904 αντί ετησίου μισθώματος λίρες οθωμανικές χρυσές είκοσι δυο... πληρωτέον αυτώ ως εξής, δέκα λιρών παρά του εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικού Συλλόγου, και των λοιπών παρ’ ημών αυτών εκ τε των εκκλησιαστικών ημών προσόδων και εκ της κοινότητας εις τρεις ίσας δόσεις ανυπερθέτως...»18.
Εκτός από την ουσιαστική συμβολή του προαναφερθέντος συλλόγου μετά την ίδρυση του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, σημαντικό ρόλο παίζει και ο «Εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Για την προσφορά του στα υπόλοιπα χωριά της Λάκκας Αώου που ανήκουν στο Ζαγόρι, ο Κώστας Κρυστάλλης γράφει: «Έχει (το Δοβρίνοβο, δηλ. το Ηλιοχώρι) δε και Ελληνικόν σχολείου αρρένων η κώμη, του οποίου ο διδάσκαλος μισθοδοτείται υπό του εν Αθήναις Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων αντί 15 λιρών ετησίως... Επίσης και της Λεσνίτσης (Βρυσοχώρι) ο διδάσκαλος μισθοδοτείται υπό του αυτού Συλλόγου»19. Οι σύλλογοι αυτοί, εκτός των άλλων, φρόντιζαν και για την αποστολή διδακτικών βιβλίων αλλά και για την οικονομική ενίσχυση των πόρων των σχολείων.
Από την απόδοση των μαθητών και την όλη λειτουργία του σχολείου κρινόταν η παραμονή του δασκάλου στο ίδιο σχολείο για την επόμενη χρονιά. Το διδασκαλικό προσωπικό ελεγχόταν πλήρως, εκτός από την εφορία και από το κοινό, και από τη Μουχταροδημογεροντία. Η τελευταία το 1905 διαμαρτύρεται προς τον Μητροπολίτη (επ. 25): «Σεβασμιώτατε σας αναγγέλλομεν τα εξής: ότι εχθές η κυρία διδασκάλισσα έκαμεν εξετάσεις εις το Παρθεναγωγείον χωρίς η εφορία να ειδοποιήση το κοινόν και τη Μουχταροδημογεροντίαν... και διά τούτο θερμώς παρακαλούμεν διά το εξής: να φροντίση η ιερά Μητρόπολις διά άλλην διδασκάλισσα διότι μας έφερεν μεγάλην σύγχυσιν και διχόνοιαν εις το κοινόν και διά τούτο διά το εξής δεν είναι δεκτή».
Διακριτικό έλεγχο ασκούσαν και οι τουρκικές αρχές. Το έτος 1911 περιόδευσε στα χωριά της Λάκκας Αώου ο Τούρκος Υποδιοικητής (Καϊμακάμης) Κονίτσης. Όταν επισκέφτηκε το σχολείο του Παλαιοσελλίου, ζήτησε να τραγουδήσουν τα παιδιά. Ο δάσκαλος Αντώνιος Φρόντζος, γνωρίζοντας ότι τα παιδιά ξέρουν μόνο αντιτουρκικά τραγούδια, δεν έχασε την ψυχραιμία του και δίνοντας το σύνθημα είπε: «Θεέ, Συ ο δεσπόζων...» και αντί «τον βασιλέα σώζε» είπε: τον Καϊμακάμη σώζε και σώζε τον λαόν». Ο Καϊμακάμης (Kaymakam = Προϊστάμενος διοικητής υπηρεσίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας) χαμογέλασε και έφυγε ικανοποιημένος20.
Διδακτηριακά θέματα.
Η φοίτηση των μαθητών και μαθητριών στα Αρρεναγωγεία και τα Παρθεναγωγεία δημιούργησε οξύ διδακτηριακό πρόβλημα. Στην αρχή της ίδρυσης τους στεγάζονταν οπουδήποτε: σε ακατάλληλα κοινοτικά οικήματα ή σε ενοικιαζόμενα δωμάτια σπιτιών21. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον στους κατοίκους για την ανέγερση διδακτηρίων. Ήδη στα απέναντι χωριά (Ακροζαγόρια), όπως στο Βρυσοχώρι, από το 1803 λειτουργεί σχολείο, καθ' όσον ο διδάσκαλος αμείβεται από της Κοινότητας22, ενώ το Παρθεναγωγείο ανεγέρθη το 186723. Το Ηλιοχώρι από το 1815 είχε Ελληνικό Σχολείο με πολλούς μαθητές, κτίστηκε όμως κοινοτικό διδακτήριο το 1870, ενώ από το 1885 λειτουργούσε σε σπίτι Παρθεναγωγείο μαζί με τμήμα Υφαντουργείου24. Το 1840 στη Λάιστα ανεγείρεται το πρώτο διδακτήριο και το 1908 κτίζεται νέο στα ερείπια του πρώτου. Σ' αυτό στεγάστηκε Δημοτικό Σχολείο, Ελληνικό (Σχολαρχείο), Ημιγυμνάσιο και Νηπιαγωγείο25.
Στις Πάδες, το σχολείο ενισχύθηκε με 400 γρόσια ετησίως από κληροδότημα που άφησε ο Δημήτριος Πολύχρονος από το Τσεπέλοβο το έτος 185826. Στη συνέχεια κτίστηκε διδακτήριο το 1901 και ακολούθησε το 1903-1904 η ανέγερση του Παρθεναγωγείου27.
Στο Παλαιοσέλλι, εκτός του Δημοτικού Σχολείου με τις 4 τάξεις, λειτουργούσε και το Ελληνικό Σχολείο με άλλες 3 τάξεις. Το σχολείο αυτό (1840-1907) αρχικά στεγαζόταν στο κτίριο που βρίσκεται σήμερα στην κεντρική πλατεία, κάτω από το ναό της Αγίας Παρασκευής. Σήμερα θα ήταν διατηρητέο. αν μερικοί δεν έσπευδαν να το μεταρρυθμίσουν. Οι διδακτηριακές όμως ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες που χρησιμοποιήθηκαν και διάφορα σπίτια για τη διδασκαλία των μαθητών. Το 1889 άρχισε και η λειτουργία του Παρθεναγωγείου σε ιδιωτική οικία για τη φοίτηση των κοριτσιών. Το 1891 εντείνεται και το ενδιαφέρον των κατοίκων για εξεύρεση οικονομικών πόρων για ίδρυση σχολείων (επ. 5): «...αμφοτέρων των φύλων». Καταφεύγουν στο «Εν Ιωαννίνοις Κατάστημα των Ελεών» και ζητούν 5.000 γρόσια για ίδρυση Παρθεναγωγείου, λέγοντάς τους ότι με ιδιωτικές δαπάνες έχουν προβεί σε αγορά οικοπέδου (επ. 4,8).
Λύση στο οξύτατο διδακτηριακό πρόβλημα έδωσε ο Ιωάννης Καραζήσης28, ο οποίος, βρισκόμενος στην Οδησσό της Ρωσίας, έπεισε τον τότε Έλληνα Δήμαρχο της Οδησσού Γρηγόριο Μαρασλή να ενισχύσει την προσπάθεια αυτή. Πράγματι ο Δήμαρχος έστειλε 500 ρούβλια και με το αξιοσέβαστο αυτό ποσό ενισχύθηκε οικονομικά η ανοικοδόμηση (επ. 38). Συντονιστής του έργου αυτού τέθηκε ο Δεσπότης Σπυρίδων, ο οποίος εμψύχωσε την Κοινότητα να συμβάλει και αυτή στο ξεκίνημά του με τους υπάρχοντες σ’ αυτήν πόρους, που συνολικά ήταν 12.050 γρόσια29. Στην πορεία της ερευνάς μου βρήκα και το συμφωνητικό που υπογράφτηκε μεταξύ της εφοροεπιτροπής και του αναδόχου αρχιτέκτονα Βασίλη Κυρίτση (Συμφ. 39). Το οικοδόμημα ολοκληρώθηκε το σχολικό έτος 1907- 1908, οπότε, εκτός από το Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, στεγάστηκε και το Νηπιαγωγείο30. Ο Ιωάννης Καραζήσης πρόσφερε τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας για όλα τα μαθήματα, ενώ την αποπεράτωση διαφόρων εργασιών, μετά το θάνατο του Γρηγορίου Μαρασλή, ανέλαβε ο Προϊστάμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αγαθάγγελος Πεφάνης, με τη μεσολάβηση και πάλι του Ιωάννη Καραζήση (επ. 68). Ο Αγαθάγγελος Πεφάνης πρόσφερε 1427 χρυσά φράγκα και ανακηρύχτηκε ευεργέτης του χωριού (επ. 70). Το διδακτήριο αυτό ονομάστηκε «Μαράσλειος Ελληνική Σχολή» με ψήφισμα της Εφοροεπιτροπής του διδακτηρίου και ο αείμνηστος Μαρασλής ανακηρύχτηκε επίσης ευεργέτης (Ψήφισμα: 58)31.
Από στοιχεία που υπάρχουν στο Αρχείο της Μητρόπολης Κόνιτσας για τη συντήρηση των σχολών Παλαιοσελλίου προκύπτει ότι, εκτός από την επιχορήγηση που παρείχε η Μητρόπολη Κόνιτσας, συνέδραμαν οικονομικά ο «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος» με 15 οθωμανικές λίρες και η έκδοση «Ωφελίμων βιβλίων» με 25 επίσης οθωμανικές λίρες (επ. 53)32.
Τα σχολεία αυτά καταργήθηκαν με νόμο το 1914 και από τότε λειτουργούν κανονικά εξατάξια Δημοτικά Σχολεία. Στη Λάκκα Αώου παρέμεινε σε λειτουργία το παλαιό σύστημα, αλλάζοντας την επωνυμία σε Σχολαρχείο μόνο στο χωριό Λάιστα. Αργότερα μετονομάστηκαν Ημιγυμνάσια και τέλος καταργήθηκαν.
Ρουμανική προπαγάνδα[33.
Και ενώ έτσι εξελισσόταν το εκπαιδευτικό σύστημα στη Λάκκα Αώου, στα μέσα του 19ου αιώνα εισβάλλει η ρουμανική προπαγάνδα στις περιοχές των δίγλωσσων Ελλήνων. Στόχος και η κοιλάδα του Αώου, η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σχετική αλληλογραφία, αντιστάθηκε σθεναρά στον επιδιωκόμενο προσηλυτισμό εκ μέρους της Ρουμανίας. Προσηλυτισμός ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Ευάγγελος Αβέρωφ, δε δρούσε τυχαία: Πράγματι, αντί αμφιβόλου αποτελεσματικότητος προπαγανδιστικά φυλλάδια, βιβλία και πράκτορες, η κίνηση χρησιμοποίησε το σχολείο και κατά δεύτερο λόγο την Εκκλησία.
Η πρόθεση ήταν να δημιουργηθούν ρουμανικά σχολεία σε κάθε κουτσοβλαχικό χωριό της τότε Ευρωπαϊκής Τουρκίας... Τα σχολεία όμως αυτά για τα μάτια του κόσμου δίδασκαν τη βλάχικη διάλεκτο, στην πραγματικότητα όμως δίδασκαν την επίσημη γλώσσα της Ρουμανίας με απώτερο σκοπό να αντικατασταθεί το ελληνικό εθνικό αίσθημα των νέων με το αντίστοιχο ρουμανικό34. Ο ειδικός για τα Βαλκανικά ζητήματα Amadori Virgilij μιλά για την οικονομική βάση της ρουμανικής προπαγάνδας, αφού δημιουργήθηκε αποκλειστικά με τη διανομή χρήματος, με μορφές όπως: ως μισθούς εις δασκάλους που δεν είχαν σχολεία, ως επιδόματα εις όποιον στέλνει το παιδί του εις το Ρουμανικό γυμνάσιο, ως επιχορηγήσεις εις τους επί κεφαλής (ai «mouctars») των κοινοτήτων για τις ιδιωτικές τους δαπάνες. Ένα δημιούργημα πιο τεχνητό, αλλά βαθύ και ευρύ αναλόγως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσονταν, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς35.
Ωστόσο, στο Παλαιοσέλλι, δυο απόπειρες για ίδρυση ρουμανικού σχολείου απέτυχαν. Στην πρώτη περίπτωση απόπειρα ίδρυσης σε σπίτι του χωρίου δεν απέδωσε, διότι κάτοικοι του χωριού κατεδάφισαν το κτίριο στο οποίο θα στεγαζόταν και έδιωξαν από το χωριό το ρουμανοδιδάσκαλο Αχιλλέα Ταμπούρα από τη Σαμαρίνα. Η υπόθεση κατέληξε στην τουρκική δικαιοσύνη χωρίς ποτέ να αποδειχθούν οι ένοχοι. Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Έλληνας δάσκαλος Κωνσταντίνος Κατσικόπουλος, γνωστός για τους αγώνες κατά της ρουμανικής προπαγάνδας, στον οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών, η οποία σύντομα ανεστάλη36. Ο ιδιοκτήτης της κατεδαφισθείσης οικίας γράφει επιστολή προς τον Μητροπολίτη με την πεποίθηση ότι θα εισακουστεί το παράπονό του (επ. 17, 18): «... Προ πέντε ετών, άνθρωπος βάρβαρος και ελληνόφρων εκ της χώρας μας, ονομαζόμενος Ιωάννης Λούπας μου εχάλασεν το σπίτι μου, το οποίον ήτο πατρικόν μου κτήμα και η αιτία της πράξεώς του ήτο ότι το είχα ενοικιάσει διά βλαχοσκολείον. Εγώ δε ο υποφαινόμενος, αδύνατος ων, ενήργησα διά μέσου Πρωτοδικείου Κονίτσης και μέχρι Εφετείου Ιωαννίνων, καθώς είναι γνωστόν και εις τους κώδικας των δικαστηρίων Κονίτσης και Ιωαννίνων. Και μέχρι τούδε όμως κανένα αποτέλεσμα δεν έδωσε το δικαστήριον. Και επειδή είμαι άνθρωπος πτωχός και οικογενειάρχης, δεν ημπορώ περισσότερον δια να παλαίψω το δικαστήριον και ούτω χάνεται η υπόθεσις και άπασα η οικογένειά μου...». Στη δεύτερη περίπτωση ίδρυσης ρουμανικού σχολείου ντόπιος ρουμανοδιδάσκαλος προσπάθησε να ιδρύσει σχολείο σε δωμάτιο του σπιτιού του. Απειλήθηκε όμως από κατοίκους του χωριού να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του, εάν ήθελε να ζήσει. Τελικά, αν και κατέθεσε έγγραφο μετάνοιας προς τον Μητροπολίτη (επ. 54), ωστόσο αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρουμανία.
Με αυτές τις καταστάσεις παρεμποδιζόταν ιδιαίτερα το έργο των δασκάλων. Ο δάσκαλος Κατσικόπουλος γράφει και πάλι προς τον Μητροπολίτη (επ. 21): «... Θα ευχόμην ινα άλλο τι μέσον εξευρίσκετο προς απαλλαγήν μου των πιέσεων των τυραννικών των κοτζαμπασήδων ίνα δυνηθώ να συγκεντρώσω τον νου μου και μόνον εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων μου μηδ' έχων τοιούτους περισπασμούς...».
Τις ανησυχίες του επισημαίνει σε επιστολή του και ο ιερέας της κοινότητας προς τον Μητροπολίτη (επ. 22): «... Όσον αφορά διά τα παιδιά όπου πηγαίνουν εις το ρουμανικόν σχολείον θα πασχίσωμεν να τα τραβήξωμεν, αλλά θα κοπιάσωμεν ολίγον συνάμα και θα αργήσωμεν, διότι κατά το παρόν είναι οι γονείς των πολύ οργισμένοι κατά τον Ελληνοδιδασκάλου και διά τούτο ήτο ανάγκη διά βοηθόν. Έχω δώδεκα έτη Σεβασμιότατε όπου αντιπαλεύω με ρουμανοδιδάσκαλον και δεν τον άφηνα παραπάνω από δύο παιδιά...».
Οι κάτοικοι υποβάλλουν εκκλήσεις για την όσο το δυνατόν ταχύτερη αποπεράτωση της Σχολής, βλέποντάς την ως σανίδα σωτηρίας έναντι της προπαγάνδας (επ. 53): «... προς τελείαν άρσιν τον κακού δύο τινά εισέτι υπολείπονται, η εξαφάνισις της προπαγάνδας και η όσον ένεστι ταχυτέρα αποπεράτωσις της σχολής, καθ' όσον η περαιτέρω διδασκαλία των μαθητών εις τοιαύτας τρώγλας δι’ ημάς αποτελεί αδικαιολόγητον έγκλημα...».
Στο Δίστρατο είχε επέλθει μικρή διείσδυση37, γιατί αν και ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο, το 1939 φοιτούσαν από 240 μαθητές του χωριού μόνο δεκαεπτά38. Στην περίοδο της Κατοχής, στο ίδιο χωριό, ο ρουμανικός πυρήνας κατόρθωσε και έδιωξε τους Έλληνες δασκάλους και παράνομα εγκατέστησε στο ελληνικό διδακτήριο το ρουμανικό σχολείο. Αρχηγός στην κίνηση αυτή ήταν ο ρουμανοδιδάσκαλος Γεώργιος Προφέντζας απ’ την Αβδέλλα Γρεβενών. Ο δάσκαλος Γεώργιος Παπαπαύλος, στη συνέχεια, πέτυχε την ανάληψη των καθηκόντων του και κατάφερε με τις προσπάθειές του να ξαναρχίσει η λειτουργία του Ελληνικού Δημοτικού Σχολείου39.
Από έγγραφα40 προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές υπέθαλπαν τη ρουμανική προπαγάνδα και επιχειρούσαν να ρυθμίσουν ακόμη και τη λειτουργία των σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά, αλλά και μετακινήσεις δασκάλων να κάνουν.
Στο χωριό Πάδες ο ρουμανοδιδάσκαλος κατέλαβε το Ελληνικό Σχολείο με άλλους δύο και άρχισε να διδάσκει στους στρατολογηθέντες μαθητές τη ρουμανική γλώσσα. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να μεταφερθεί το Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο στο Νηπιαγωγείο, το οποίο, λόγω ελλείψεως άλλου οικήματος, δε λειτούργησε41. Αυτή ήταν και η επιθυμία των ιταλικών αρχών, όπως προκύπτει από έγγραφο της Διοίκησης Μεραρχίας Πεζικού MODENA προς την Γενική Διοίκηση Ηπείρου, έγγραφο που υπογράφτηκε από το Στρατηγό της Μεραρχίας Διοικητή Μάριο Γκουασάρντο42.
Οι κάτοικοι του χωριού Άρματα πιέστηκαν πολύ να δεχθούν τη λειτουργία ρουμανικού σχολείου, αλλά, παρότι γνώριζαν ότι οι Ιταλοί υπέθαλπαν τη ρουμανική κίνηση, δε δίστασαν να διαμαρτυρηθούν με υπόμνημά τους στον Ιταλό στρατηγό της Μεραρχίας που διέμενε στα Γιάννενα και να διακηρύξουν ότι είναι Έλληνες και δε δέχονται τη λειτουργία του ρουμανικού σχολείου43.
Στο Βρυσοχώρι πήγε ομάδα ρουμανιζόντων με έναν Ιταλό αξιωματικό να καλλιεργήσει το έδαφος για να λειτουργήσει ρουμανικό σχολείο. Όταν όμως ο Ιταλός αξιωματικός έμαθε ότι στο χωριό αυτό υπάρχουν 50 Έλληνες δάσκαλοι ντόπιοι, έφυγε αμέσως λέγοντας ιταλικά στην ομάδα του: Τ’ ακούσατε, 50 Έλληνες δασκάλους έχει το χωριό αυτό. Άρα η προσπάθειά σας να ιδρύσετε ρουμανικό σχολείο είναι από τώρα αποτυχημένη. Έτσι εγκατέλειψαν το χωριό44.
Το βλαχόφωνο επίσης χωριό Φούρκα της επαρχίας Κόνιτσας υπέφερε από τη ρουμανική προπαγάνδα45. Δυστυχώς, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, τα ρουμανικά σχολεία που λειτουργούσαν δεν καταργήθηκαν. Αυτό έγινε μόνο με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Με προσπάθειες και των κατοίκων των χωριών της κοιλάδας του Αώου δεν ιδρύθηκε ρουμανική Μητρόπολη46. Το υπόμνημα που υποβλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εναντίον του Μπογιατζή, που μετέφρασε την Αγία Γραφή στη ρουμανική γλώσσα, υπογράφεται και από τα χωριά της Λάκκας Αώου (Παλαιοσέλλι, Πάδες. Άρματα)47.
Οι κάτοικοι των ανωτέρω χωριών αντέδρασαν έντονα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατήρτισε νέα δελτία ταυτότητας (Νεφούν-Τεσκερέ) και απαίτησε από τους υπαλλήλους απογραφείς να εγγράψουν τους κατοίκους των βλάχικων χωριών ως βλαχικής εθνικότητας48. Για το γεγονός αυτό συγκεντρώθηκαν στα Ιωάννινα με ιδιαίτερη αποστολή οι: Ε. Χασάν Βέης, Μέλος του Συμβουλίου του κράτους, Ε. Μουμτάλ Βέης, του Υπουργείου των Εξωτερικών και ο Ε. Γιουσούφ Κενάν Πασάς, Υποστράτηγος του Γενικού Επιτελείου. Σε ερώτηση που υπέβαλαν στον Παλαιοσελλίτη Παύλο Ζησάκη, εκτός των άλλων, γιατί ονομάζουν εαυτούς Ρωμιούς, αφού στην οικογένειά τους μιλούν το βλάχικο ιδίωμα και όχι το ελληνικό, απάντησε: «Και οι Τούρκοι Κονίτσης, Ιωαννίνων, Παραμυθιάς, Πάργας, Γρεβενών κλπ. ομιλούν γνήσια ελληνικά και όμως δεν επιθυμούν να ονομάζονται Έλληνες»49.
Σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος του ιερέα Ζήση Σακελλάριου στο Παλαιοσέλλι, ο οποίος, έχοντας στο πλευρό του τον Δεσπότη Σπυρίδωνα, κατάφερε, μέσω της διπλωματικής οδού, να εκδιώξει το φανατικό υποστηρικτή της ρουμανικής προπαγάνδας από το Παλαιοχώρι της Λάιστας ιερέα Παπαγιάννη50.
Κάτοικοι της κοιλάδας του Αώου δρούσαν και σε άλλα μέρη εναντίον της ρουμανικής προπαγάνδας. Στη Μακεδονία συνεργάστηκαν στενά με τον τότε Αρχιμανδρίτη Καβάλας Σπυρίδωνα Βλάχο, ο οποίος αργότερα έγινε Μητροπολίτης Κόνιτσας (1906), Ιωαννίνων (1916) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1949)51.
Χαρακτηριστική είναι η έκθεση του Επιθεωρητού Δημοτικών Σχολείων κ. Ηλία Παπαζήση προς τη Γενική Διεύθυνση Ηπείρου και τα αρμόδια Υπουργεία, στην οποία περιγράφεται το άθλιο καθεστώς στα χωριά αυτά, εξαιτίας όχι μόνο της έλλειψης επισιτισμού αλλά και της εξάπλωσης της ρουμανικής προπαγάνδας: «...Αξιοθρήνητον το ορώμενον θέαμα ωρισμένων διδασκάλων περιφερόμενων ως μεταπωληταί με σκεπάσματα επ’ ώμου και φορτωμένων με έπιπλα, διά να πωλήσωσι ταύτα αντί οκάς αραβοσίτου...» και παρακάτω «...Συνειδήσεις ηθικαί, θρησκευτικαί, εθνικαί, εξεβιάσθησαν, επωλήθησαν αντί πινακίου φακής, αντί οκάς αραβοσίτου...»52. Η έκκληση αυτή δεν έπεσε στο κενό. Ο Υφυπουργός Λ. Τσιριγώτης εισηγήθηκε, μεταξύ των άλλων, προς το Υπουργείο Επισιτισμού και Οικονομικών να λάβουν πρόσφορα μέτρα προς περιορισμό των περιγραφομένων δεινών λαμβάνοντες υπ’ όψιν τους προς τούτο συντρέχοντας εθνικούς λόγους53.
Γεγονός είναι ότι οι υποστηρικτές της ρουμανικής προπαγάνδας απέβλεπαν περισσότερο στο χρήμα και όχι στην ιδέα. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της έκθεσης του Επιθεωρητού των ρουμανικών σχολείων Μακεδονίας, Λαζαρέσκου Λεκάντα (Lecanta), ο οποίος υπήρξε διευθυντής του ρουμανικού Γυμνασίου Ιωαννίνων και αργότερα διευθυντής της εφημερίδας του Βουκουρεστίου «Βαλκανούμ», προς τον υπουργό των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της Ρουμανίας Haret:
Αυτό που λέγεται Ρουμανισμός της Μακεδονίας απαρτίζεται από ανθρώπους που μισθοδοτούνται και παίρνουν επιχορηγήσεις. Οι Βλάχοι μας δέχονται στα χωριά, όσο δεν ξέρουν τους σκοπούς μας. Άμα καταλάβουν πως είμαστε σταλμένοι από τη Ρουμανική προπαγάνδα, μας καταδιώκουν σαν χολεριασμένους. Ρουμανική γλώσσα δεν υφίσταται. Αυτοί που αγκαλιάζουν σήμερα το Ρουμανισμό και θεωρούνται ότι έχουν αισθήματα Ρουμανικά, κάνουν αυτό όχι από πεποίθηση, όχι από καρδιά και ψυχή, αλλά από υλικό συμφέρον, που, άμα λείψη, παύει το αίσθημα του Ρουμανισμού, το οποίο για λίγο καιρό και εντελώς επίπλαστα εξεδηλώθη54].
Τις ιδέες αυτές, καθώς και πολλών άλλων, ανέπτυξε στη Βουλή ο Haret ο οποίος εκήρυξε ότι «δεν είνε σκόπιμον να δαπανά περί το εκατομμύριον η Ρωμουνία δια την Μακεδονίαν, αφού αποτέλεσμα δεν δύναται να έχη»55. Τις απόψεις αυτές για τα οικονομικά κίνητρα που αφορούν εκπαιδευτικά θέματα των ορεινών χωριών εξέφρασε και ο Ευάγγελος Αβέρωφ το 1948:
Η φτώχεια του ορεινού εδάφους, που κατά κανόνα κατοικούσαν οι κουτσόβλαχοι, καθώριζε αυτή την οικονομική τους κατάσταση. Η οικονομική όμως αυτή κατάσταση καθιστούσε τη ζωή σκληρότατη και τη μόρφωση πολυτέλεια απρόσιτη γι' αυτούς, ενώ από το άλλο μέρος η έμφυτη ευφυΐα τους και το ανήσυχο πνεύμα τους έκαναν τη μόρφωση πολύ, πάρα πολύ επιθυμητή. Αυτή λοιπόν τη στοιχειώδη αλλά και την ανώτερη μόρφωση μαζί με την πολυτιμότατη γι’ αυτούς οικονομική ενίσχυση, και μαζί με θετικές υποσχέσεις υποστηρίξεως για το μέλλον, ερχόταν να τους προσφέρη μια χώρα κάπως μακρινή αλλά πλούσια, μια χώρα που τους έλεγε ότι δεν ήταν ξένη αλλά ήταν η πραγματική τους πατρίδα, η οποία -απτή απόδειξη- έσκυβε με στοργή απάνω τους56.
Στη συνέχεια, ο Ευάγγελος Αβέρωφ υπογραμμίζει την πικρία του και τις ανησυχίες του για το Ελληνικό Κοινοβούλιο:
Στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κανείς, νομίζω, δεν είχε ποτέ κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Οι τοπικοί πολιτευταί, οι διοικητικοί άρχοντες δεν είχαν ανακινήσει το ζήτημα, έξω ίσως από ακατατόπιστες όσο και στείρες συζητήσεις. Υπουργοί και Γενικοί Διοικηταί, αρμόδιοι για το ζήτημα -είχα προσωπική πείρα αυτού κατά τα έτη 1939 και 1940- το θεωρούσαν ανάξιο συζητήσεως, το αγνοούσαν εντελώς και περιορίζονταν να το σχολιάσουν με φθηνή ειρωνεία57.
Ήρθε η άνοιξη του 1943 και η κατάσταση άλλαξε. Εμφανίστηκαν στη λεκάνη του Αώου οι πρώτες επαναστατικές ομάδες της εθνικής αντίστασης. Στην εμφάνισή τους, οι ρουμανίζοντες εξαφανίστηκαν. Εγκατέλειψαν τα πάντα. Η λεκάνη του Αώου πρωτοστάτησε στον απελευθερωτικό αγώνα και έγινε το πρώτο θύμα των κατακτητών στην περιφέρεια Κόνιτσας γιατί πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς. Δυστυχώς, μαζί με τα οικοδομήματα, κάηκαν και τα ωραία διδακτήρια που με τόσους κόπους οι κάτοικοι της περιοχής αυτής είχαν φροντίσει να ανεγερθούν.
Η φθίνουσα πορεία, που δεν ταιριάζει στην εκπαιδευτική ιστορία του τόπου συνεχίζεται ως σήμερα, αφού λειτουργούν Δημοτικά Σχολεία μόνο στα χωριά Άρματα και Δίστρατο.
Στην περιοχή όμως, λόγω του φυσικού πλούτου των χωριών της Λάκκας Αώου και με τη βοήθεια των κοινοτικών προγραμμάτων, διαφαίνονται προοπτικές τουριστικής ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό -και όχι μόνο- η στοιχειώδης εκπαίδευση θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, σε όλα τα χωριά, καθόσον θα είναι ένας βασικός παράγοντας που θα συγκροτήσει τους νέους και δραστήριους ανθρώπους, οι οποίοι θα συνδράμουν στο μέλλον στην ανάπτυξη της περιοχής με οποιαδήποτε μορφή εργασίας.
Σας ευχαριστώ.
Ροδάνθη Βαλερά-Κουνάβα
ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗ ΛΑΚΚΑ ΑΩΟΥ ΚΑΙ Η ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ (1840-1943)
δημοσιευμένο στο:
Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο: εισηγήσεις στο Α' Επιστημονικό Συμπόσιο
(Κόνιτσα, 12, 13, 14 Μαϊου 1995) | επιμέλεια Νιτσιάκος Βασίλης
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ (1889-1912)
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ (1889-1912)
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ (1889-1912)
[1] Η Λάκκα ή Λεκάνη του Αώου βρίσκεται ανατολικά της Κόνιτσας. Έχει μήκος περίπου 50 χιλιόμετρα και εκτείνεται από τον αυχένα της Σουσνίτσας μέχρι τη Βασιλίτσα, που είναι όριο Μακεδονίας-Ηπείρου. Ο ποταμός Αώος διασχίζει τη Λάκκα αυτή, στην οποία ανήκουν από την ανατολική πλευρά του ποταμού τα χωριά Ελεύθερο, Παλαιοσέλλι, Πάδες, Αρματα και Δίστρατο, που διοικητικά υπάγονται στην επαρχία Κόνιτσας, ενώ δεξιά του ποταμού βρίσκονται τα χωριά Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι και Λάιστα που διοικητικά ανήκουν στο Ζαγόρι. Η Λάκκα Αώου είναι δημιουργία των παρυφών του Σμόλικα και της Τύμφης.
[2] Σήμερα το Αρχείο αυτό βρίσκεται στο σπίτι του ιερέα Τάτση Διονύσιου για καλύτερη διαφύλαξή του.
[3] Από τα χωριά της Λάκκας Αώου στα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα πληρέστερος είναι ο φάκελος του Παλαιοσελλίου. Των υπολοίπων κοινοτήτων η αλληλογραφία είναι ποικίλη και αναφέρεται σε διαθήκες, προικώα, διαζύγια, εμπόριο, κτλ.
[4] Όλα τα χωριά της Λάκκας Αώου κάηκαν από τους Γερμανούς το 1943. Νικόλαος Έξαρχος, «Οι Γερμανοί καίνε το χωριό την 18η Οκτωβρίου 1943», Το Ντομπρίνοβο, εκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων», Αθήνα, σσ. 109-110.
[5] Για όποιον θα ήθελε να ενημερωθεί ειδικότερα στο θέμα αυτό, παραπέμπω στην εκτεταμένη βιβλιογραφία της διδακτορικής διατριβής του Αχιλλέα Λαζάρου, «Βιβλιογραφία», Η ΑΡΩΜΟΥΝΙΚΗ και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής, ΒΛΑΧΟΙ, Ιστορική-Φιλολογική μελέτη, Αθήνα 1986, σσ. 365-396, του ιδίου, Βαλκάνια και Βλάχοι. Εκδ. Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993 και του ίδιου, «Ελληνόβλαχοι και παραπληροφόρηση». Πρακτικά Α' Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών, επιμέλεια: Τριαντάφυλλος Δημ. Παπαζήσης, Αθήνα 1993, εκδ. Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, σσ. 453-469.
[6] Εκτός από το Ελεύθερο, όλα τα υπόλοιπα χωριά της Λάκκας Αώου είναι δίγλωσσα. Το Ελεύθερο ιδρύθηκε το 16ο αιώνα. Λέγεται ότι στο χωριό Πλακωτή της Θεσπρωτίας έγιναν μεγάλες καθιζήσεις και κατολισθήσεις με αποτέλεσμα να καταστραφεί ένας ολόκληρος οικισμός, το «Γκρισμπάνι ή Κουσπάνι», που βρισκόταν νοτιοδυτικά του χωριού, κι έτσι οι κάτοικοι έμειναν άστεγοι. Την καταστροφή αυτή εκμεταλλεύτηκε Τουρκαλβανός φύλαρχος, ο οποίος μετέφερε τις άστεγες αυτές οικογένειες στη νέα τοποθεσία με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ως κολλήγους. Γι' αυτό και οι κάτοικοί του δε γνωρίζουν τη βλάχικη γλώσσα. Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν από τη μελέτη: Ηλίας Παπαζήσης, «Η ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ (Η λεκάνη του Αώου. Η αρχαία Παραυαία)», περ. Κόνιτσα, τεύχ. 22, έτ. 1988, σσ. 275-278.
[7] Ειδικώτερον θα είχαν να αναφέρω ότι οι Βλαχόφωνοι πληθυσμοί της Ηπείρου επί της εποχής τον Αγίου Κοσμά είχον ήδη ελληνικήν μόρφωσιν την οποίαν εκινητοποίησε έτι περισσότερον η διδαχή και αι εν γένει ενέργειαι του Αγίου...: Κ. Φαλτάιτς, Ο Αγιος Κοσμάς εις το στόμα του ηπειρωτικού λαού, εν Αθήναις 1929, σ. 12. Επίσης: Χρ. Κ. Ρέππα, «Βιογραφικά Κοσμά του Αιτωλού», περ. Ηπειρωτική Εστία, τεύχ. 342-343, έτ. 1980, σ. 870 και Νικόλαος Έξαρχος, «Ο Κοσμάς ο Αιτωλός», ό.π., σσ. 22-25.
[8] «Ανάδρομες στα περασμένα», εφημ. Πρωινός Λόγος, 7 Οκτωβρίου 1987.
[9] Το 1904 (31 Μαρτίου-4 Απριλίου) ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, σε συνεργασία με το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό και το Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, συγκάλεσε στην Αθήνα το Πρώτον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον, που χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα...: Αλεξάνδρα Μπακαλάκη-Ελένη Ελεγμίτου, «Το Πρώτον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον», Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα, εκδ. Ιστορικό Αρχείο της Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1987, σσ. 148-149.
[10] Η αλληλοδιδακτική μέθοδος θεσπίστηκε με το διάταγμα αρ. 1032 12ης Ιουλίου 1830. Βλ. (I. Π. Κοκκώνης), Εγχειρίδιον διά τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ή Οδηγός της αλληλοδιδακτικής μεθόδου υπό Σαραζίνου, Αίγινα 1830. Επίσης: Λυδία Παπαδάκη, Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στην Ελλάδα τον 19ου αιώνα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1992.
[11] Πρόγραμμα της κοινότητας Παλαιοσελλίου φέρει τον τίτλο: Πρόγραμμα Τάξεων Μαθημάτων και Ωρών διδασκαλίας καθ' εβδομάδα της Αστικής Σχολής Παλαιοσελλίου κατά το σχολ. έτος 1911-1912. Επίσης στον πίνακα των Πάδων στη στήλη, Σχολή εν η υπηρετεί (ο διδάσκαλος), σημειώνεται : Αστική Σχολή Πάδων (βλ. σημ. 14).
[12] Ξεχωριστός φάκελος (με 118 ανέκδοτες επιστολές) από το Αρχείο που προαναφέραμε (σημ. 2) και με τίτλο Ο Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος βρίσκεται υπό μελέτην. Τα πορίσματα θα προσθέσουν νέα στοιχεία στην ιστορία της εκπαίδευσης της επαρχίας Κόνιτσας.
[13] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τευχ. 29. έτ. 1989, σσ. 186-189.
[14] Α) ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ - Β) ΠΑΔΩΝ
14
[15] Μόνη τις περισσότερες φορές, αυτόνομη ύπαρξη εν μέσω ανδρών, εκπρόσωπος της γνώσης μέσα σε πληθυσμούς αναλφάβητους και με ευθύνες ασυμβίβαστες με τη βαθιά πατριαρχική εικόνα της γυναίκας που επικρατούσε στις περιοχές αυτές, η δασκάλα γινόταν προνομιακός στόχος κάτω από τη διπλή της ιδιότητα ως αντιπροσώπου του ελληνικού αλυτρωτισμού και εθνικισμού και ως γυναίκας παυ δεν ήξερε τη θέση της. Αυτό ίσχυε κυρίως στις περιοχές όπου υπήρχαν ανοιχτές εθιμικές συγκρούσεις, όπως η Ήπειρος και η Μακεδονία, όπου τα εθνικά μίση και την πρακτική των αντιποίνων συμπλήρωναν ο μισογυνισμός και η σεξουαλική βία...: Ελένη Βαρίκα, «Η γένεση μιας συνείδησης του φύλου», Η Εξέγερση των Κυριών, εκδ. Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987. σσ. 184-186.
[16] Ό.π.. σσ. 194-195.
[17] Η επιστολή αυτή (16.10.1905) απευθύνεται στο γραμματέα της Μητρόπολης Τόβα Σπυρίδωνα (σε άλλες επιστολές αποκαλείται Δόβας ή Ντόβας). Πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί απευθυνονται σ' αυτόν για τα προβλήματα τους.
[18] Επίσης (επ. 20): «Επί τω αγγέλματι της χαροποιάς ειδήσεως ην ευαρεστήθη η Υμετέρα Σεβασμιότης να μας αναγγείλη περί της αυξήσεως του επιδόματος του Ηπειρωτικού Συλλόγου και συγχρόνως περί της αποστολής διδασκαλισσης...».
[19] Κώστας Κρυστάλλης, «Οι Βλάχοι της Πίνδου», Άπαντα, εκδ. «Παγκόσμια Λογοτεχνία», Αθήναι, σ. 58. Επίσης: Νικόλαος Έξαρχος, «Το Ντομπρίνοβο και τα γράμματα», ό.π. σ. 20 και Νικόλαος Aθ. Έξαρχος, «Ίδρυσις πρώτου σχολείου στο Βρυσοχώρι», Το Βρυσοχώρι, Ιωάννινα 1975, σ. 69.
[20] Ηλίας Παπαζήσης, όπ.
[21] Ηλίας Παπαζήσης» ό.π., τεύχ 31, ετ. 1990, σσ. 246-248. Επίσης: Καλαφάτη Ελένη, Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 1821-1929, εκδ. ΙΑΕΝ. Αθήνα 1988.
[22] Νικόλαος Αθ. Έξαρχος, ό.π., σ. 69.
[23] Η μόρφωση των κοριτσιών εκείνη την Εποχή θεωρούνταν έξω από λογικά όρια. Οι περισσότεροι γονείς αντιδρούσαν στη μόρφωση των κοριτσιών. Ήθελαν τη γυναίκα απόλυτα περιορισμένη στα οικιακά της. Προσπάθειες παραγόντων να τους πείσουν απορρίπτονταν ως επιλήψιμες. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σωφρόνιος πήγε στο Βρυσοχώρι το 1886 να πείσει τους γονείς να στείλουν τα κορίτσια τους στο σχολείο, το οποίο είχε ιδρυθεί πριν 20 περίπου χρόνια. Χαρακτηριστικός είναι και ο λόγος που εκφώνησε ο διδάσκαλος Βρυσοχωρίου Χρ. Τριανταφυλλίδης τον Οκτώβριο του 1887 σχετικά με τη φοίτηση των κοριτσιών: Θέλουμε δια μεν των γραμμάτων να καταστήσωμεν την γυναίκα καλοδιδάσκαλον, φιλότεκνον, σόφρωνα, αγνήν, οικουρόν αγαθήν, δια δε της μικράς μεν, αλλά θαυματουργού βελόνης αληθή οικοδέσποιναν. Την θέλομεν με άλλους λόγους τελείαν οικοκυράν δια της οικιακής οικονομίας και πιστεύσατέ με, ότι τοιάυτη ημπορεί να καταστή δια της παιδείας. Αναγκαία επίσης καθίσταται η εκπαίδευσις στα χωριά μας, καθ' όσον ο μεν άνδρας επί πολλά έτη απουσιάζει, μόνη της δε η γυναίκα διευθύνει τα του σπιτιού της και πολλές φάρες λαμβάνει ανάγκην να διαβίβαση στον άνδρα της κάθε παράπονον, κάθε στέρησιν, μη γνωρίζουσα όμως να γράψη αναγκάζεται να πηγαίνη εις άλλον και να εκμυστηρευθή πράγματα οικογενειακά, τα οποία έπρεπε να μείνουν μυστικά και να μη τα γνωρίζει ο κόσμος. Αυτό νομίζω, συμφέρει πολύ περισσότερο και εις τον άνδρα, όταν θέλει να γράψη εις τη γυναίκα του κανένα μυστικόν, το οποίον άλλος δεν έπρεπε να ξερή. Εκ της μητρός, λοιπόν, εξαρτάται η πρόοδος ή η στασιμότης της κοινωνίας, δια τούτο καθήκον παντός ανθρώπου είναι να μη μένη αδιάφορος προς την γυναικείαν εκπαίδευσιν: Νικόλαος Αθ. Έξαρχος, «Το Παρθεναγωγείον», ο.π., σσ. 70-71.
[24] Νικόλαος Έξαρχος, «Το Ντομπρίνοβο και τα γράμματα», «Πώς λειτουργούσαν τα παλαιότερα χρόνια τα σχολεία», «Ο Κοσμάς ο Αιτωλός», «Μορφές των γραμμάτων», ό.π., σσ. 20-26.
[25] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π.
[26] Προσθέτω τέλος, πως ο αοίδιμος ευεργέτης κληροδότησε το 1858 και υπέρ του Σχολείου του χωρίου Πάδες το τρίτο της προσόδου του υδρόμυλου ανερχόμενης σε 400 γρ. το χρόνο: Στεφάνου Μπέττη, «Από την εθνεγερσία ως τη Βερολίνειο Συνθήκη (1821-1878)», Ηπειρωτική Ευποιία ή βιογραφικήσυλλογή Ηπειρωτών ευεργετών της Τουρκοκρατίας, εκδ. Αγαθοεργών Καταστημάτων Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, Γιάννινα 1982, σ. 194.
[27] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π.
[28] Υπάρχει εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ του Ιωάννη Καραζήση, που έμενε στην Οδησσό της Ρωσίας, και της επιτροπής ανεγέρσεως του σχολείου, καθώς και του Μητροπολίτου Κόνιτσας μεταξύ των ετών 1906-1909 (επ. 41, 42, 48, 49, 50, 53, 56, 59, 60, 61, 62. 63, 68, 70, 72, 73, 74). Στην αλληλογραφία αυτή φαίνεται η προσπάθεια που κατέβαλε ο Καραζήσης προκειμένου να ανεγερθεί το σχολείο. Η συμβολή του είναι τεράστιας σημασίας, διότι το κτίριο δε θα είχε ανεγερθεί ποτέ η τουλάχιστον θα είχε μείνει ημιτελές. Από τις επιστολές του φαίνεται ότι ενίσχυε ουσιαστικά την οικονομική κατάσταση, επίσης υποδείκνυε και ρύθμιζε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να συντάσσουν τις επιστολές τους οι επίτροποι, ώστε έχοντας κάποια τεκμήρια να διευκολύνεται στη ζήτηση οικονομικών πόρων.
[29] Δηλαδή από το εκκλησιαστικό ταμείο 1700 γρόσια, από το ταμείο «Ελεών των Καταστημάτων των Ιωαννίνων» 5000 γρόσια, από εισφορές των εν Καβάλα και Δράμα ταξιδευμένων Παλαιοσελλιτών 3210 και 2140 γρόσια αντίστοιχα (επ. 38).
[30] Οι πρώτοι διδάσκαλοι που εδίδαξαν στο νέο αυτό διδακτήριο ήταν: Θεόδωρός Παπαγεωργίου από το Δέντσικο (Αητομηλίτσα), Αλέξιος Παπαλέξης από το Βίκο Ζαγορίου και διδασκάλισσα η Χαρίκλεια Καμενοπούλου από τα Γιάννενα. Η πρώτη δε νηπιαγωγός της οποίας το επώνυμο μου διαφεύγει, ονομαζόταν Ανδρομάχη και καταγόταν από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου: Ηλίας Παπαζήσης, όπ., τευχ. 32, έτ. 1990, σσ. 288-290.
[31] Ψήφισμα: ...Να τιμηθή το ανεγειρόμενον Αρρεναγωγείον διά του σεπτού ονόματος του μεταστάντος, ήτοι να κληθή «Μαράσλειος Ελληνική Σχολή», και να αναρτηθή εν τη μεγάλη αυτού αιθούση η εικών του ευεργέτου... κτλ..
[32] Γνωρίζομεν δ’ υμίν ότι προς συντήρησιν των σχολών Παλαιοσελλίου παρέχει ο μεν εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος λίρας οθωμανικάς 15, η δε Μεγάλη Μήτηρ λίρας οθωμανικάς 25, το δ' υπόλοιπον συμπληρούται εκ του κοινοτικού ταμείου... (Μεγάλη Μήτηρ: εννοεί την Ελληνική κρατική μέριμνα και κατ’ επέκταση τις εκδόσεις «Ωφελίμων Βιβλίων», οι οποίες με κρατικές ενισχύσεις βοηθούσαν το εκπαιδευτικό σύστημα).
[33] Η απόπειρα αποσπάσεως των Βλαχοφώνων Ελλήνων από τον εθνικό κορμό είναι πολύ παλαιά και συνεχίζεται περισσότερο από αιώνα. Η αιτία χρονολογείται προ της πλήρους ανεξαρτησίας των δύο παραδουνάβιων ηγεμονιών Βλαχίας και Μολδαβίας από την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Προέκυψε δε από το εθνικιστικό ρεύμα, που έπνεε σε όλη την Ευρώπη μετά την Φεβρουαριανή επανάσταση του 1848. Η αναζήτηση ευκαιριών εκτονώσεως του πατριωτικού φρονήματος των Βλάχων-Μολδαβών, οι οποίοι είχαν αρχίσει να διεκδικούν την Τρανσυλβανία από την αυστροουγγρική αυτοκρατορία και την Βεσσαραβία από την τσαρική Ρωσία, αποτελεί τον πρώτο λόγο δημιουργίας τον Κουτσοβλαχικού Ζητήματος. Επειδή οποιοδήποτε επίσημο διάβημα των κυβερνήσεων των δύο ηγεμονιών προς τις γειτονικές Μεγάλες Δυνάμεις, που κατείχαν τις επίμαχες επαρχίες, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους, επινοήθηκε ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης των ηγεμονιών προς νότο, προς τα εδάφη του Μεγάλου Ασθενούς, την Ευρωπαϊκή Τουρκία, με τον χαρακτηρισμό των Βλάχων-Αρωμούνων ως ομοεθνών των πέρα του Δουνάβεως εκρωμαϊσμένων Δάκων....: Αχίλλειος Γ. Λαζάρου,«Αντί Β' Προλόγου», Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής Βλάχοι, ό.π., σ. 9.
[34] Τα σχολεία, ως προς τους μαθητάς τους, αντικαθιστούσαν την κουτσοβλαχική διάλεκτο, τη συγγενή και με τα ελληνικά και με τα ρουμανικά και με τις σλαυογενείς ή λατινογενείς γλώσσες, με την επίσημη γλωσσά της Ρουμανίας. Ήταν μία πρώτη τοποθέτηση, μία πρώτη δημιουργία του ζητήματος. Έπειτα, με την καλλιέργεια των νέων επί σειράν ετών και με την οικονομική τους ενίσχυση, τα σχολεία αντικαθιστούσαν, ως προς τους μαθητάς τους, το ελληνικό εθνικό αίσθημα με το ρουμανικό εθνικό αίσθημα. Όσο κι αν οι Έλληνες θελήσαμε να το αγνοήσουμε, αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα, και το ρουμανικό αίσθημα των παρασυρομένων κουτσοβλάχων γινόταν τόσο οξύτερο όσο αποκτούσαν απτές αποδείξεις του ρουμανικού ενδιαφέροντος, όσο, χάρη σ' αυτό το ενδιαφέρον, ανέρχονταν ως άτομα: Ευάγγελου Α. Αβέρωφ, «Κριτική της αντιμετωπίσεως του ζητήματος από ρουμανικής πλευράς», Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήνα 1948, σσ. 177-178.
[35] Ό.π., σ. 163. (Giovanni Amadori Virgilij, Ia Questione Rumeliuta, Biblioteca Italiana di Politica Estera. Bitonto 1909, s. 110).
[36] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τευχ. 42. έτ. 1992, σσ. 278-279.
[37]
Εν Διστράτω τη 10 Φεβρουάριου 1932
Πρός
Την Αυτού Σεβασμιότητα τον Μητροπολίτην
Βελλάς και Κονίτσης κ.κ. Ιωάννην
Σεβασμιότατε
Ευλαβώς ασπάζομαι την δεξιάν σας. Ως σας ανέφερα και άλλοτε δι’ επιστολής και προσωπικώς, τυγχάνει γνωστόν εις υμάς η κατάστασις της Κοινότητός μας. Ήδη δε καθιστώ και πάλιν εις υμάς γνωστόν ότι ο Ρουμάνοδιδάσκαλος συνταξιούχος ομού μετά του Ρ... συνέταξαν και πάλιν αναφοράν και περιφέρονται εις τας οικίας των Ελλήνων κατοίκων προπαγανδίζοντες υπέρ της Ρουμανίας και παρακινούντες αυτούς να υπογράψουν την αναφοράν δια να χειροτονηθή ο υιός του συνταξιούχου ρουμανοδιδασκάλου εις ρουμανοπαππάν, υποσχόμενοι εις αυτούς ότι εάν υπογράψουν και χειροτονηθή ο υιός του ρουμανόπαππας δεν θα τους ζητήσει καθόλου χρήματα ούτε δια μισθόν ούτε δι' άλλα δικαιώματα αλλά θα εργασθεi δωρεάν. Μερικοί υπογράφουν τυφλοίς όμασι ευχαριστευόμενοι διά τας ευεργεσίας του ανωτέρου ρουμανοδιδασκάλου.
Ενώ εις την Κοινότητά μου Σεβασμιώτατε αποτελούμενη εξ 180 οικογενειών τυγχάνουν ρουμανίζουσας μόνον εννέα οικογένειας και υπογράφουν την αναφοράν οικογενειακώς και άλλα ονόματα τα γράφουν οι ίδιοι ούτως ώστε η αναφορά να είναι υπογεγραμμένη από πολλά ονόματα.
Διατελώ μετά σεβασμού
Πειθήνιον τέκνον σας
Οικονόμος Αθανάσιος
[38] Ευάγγελος Α. Αβέρωφ, «Γενική έρευνα του ζητήματος από τους βαλκανικούς ως τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο», ό.π., σσ. 64-72.
[39] Ηλίας Παπαζήσης, ο.π., τεύχ. 52, έτ. 1993, σσ. 216-217, τεύχ. 54, έτ. 1994, σσ. 301-302 και τεύχ. 58, έτ. 1994, σσ. 607-608.
[40] Τα έγγραφα που αφορούν τις ιταλικές αρχές προέρχονται από ανέκδοτο υλικό που μου παρεχώρησε ο κ. Ηλίας Παπαζήσης (βλ. πρόλογος).
[41] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τευχ. 52, έτ. 1993, σσ. 216-217 και τεύχ. 55, έτ. 1994, σσ. 454-455.
[42]
Διοίκησις Μεραρχίας Πεζικού MODENA
Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων
Τ.Τ. 27Αύγουστον 1942
Προς την Γενικήν Διοίκησιν Ηπείρου Ιωάννινα
Αντικείμενον «Ρουμανικόν Σχολείον Πάδων»
Μου καθίσταται γνωστόν ότι κατά τον παρελθόντα μήνα Ιούνιον εξετασθέντος του ζητήματος του ρουμανικού σχολείου μετά του επάρχου Κονίτσης, συνεφωνήθη να αφεθή το σχολείον τούτο εις το ελληνικόν σχολικόν κτίριον όπου ήδη εγκατεστάθη το παρελθόν έτος μεταφερομένου του Ελληνικού Σχολείου εις το κτίριον τον Νηπιαγωγείου του εν τω κήπω ευρισκομένου, όπερ δύναται ανέτως να ανταποκριθή, δια τους ολίγους του μαθητάς, αλλά μοι καθίσταται γνωστόν εξ άλλου ότι ο σχολικός επιθεωρητής Ηλίας Παπαζήσης δεν ενέκρίνε κατόπιν την ληφθείσαν συμφωνίαν. Ήδη παρακαλώ όπως διατάξητε ίνα η επιτευχθείσα συνεννόησις μετά του Επάρχου εκτελεσθή πλήρως.
Ταυτοχρόνως παρακαλώ όπως καλέσετε τον Επιθεωρητήν Παπαζήση εις μίαν μεγαλυτέραν κατανόησιν του υπό της καταστάσεως επιβαλλόμενου πνεύματος ευθύνης και εν ουδεμία περιπτώσει θα ηδυνάμην να δεχθώ πράξεις αίτινες θα ηδύναντο να διασαλεύσουν την δημοσίαν τάξιν του χωρίου.
Επιθυμώ διαβεβαίωση
Ο Στρατηγός Μεραρχίας Διοικητής
Μάριο Γκουασάρντο
[43] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τεύχ. 54, έτ. 1994, σσ. 301-302.
[44] Ό.π.
[45] Χρήστου Γκόγκα, «Φως στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Εθνικοί αγώνες των δασκάλων της Φούρκας», εφ. Πρωινά Νέα, 25,26,27 και 29 Απριλίου 1986.
[46] Ευάγγελος Αβέρωφ, «Η εξέλιξη της εκκλησιαστικής πολιτικής», «Η ανάμιξη της καθολικής εκκλησίας και η πτώση ενός προδότου», «Γενική έρευνα του ζητήματος μέχρι των βαλκανικών πολέμων», ό.π., σσ. 35-63.
[47] Ηλίας Παπαζήσης, ο.π., τεύχ. 42, έτ. 1992, σσ. 278-279.
[48] Ό.π.
[49] Ό.π., τεύχ. 43, έτ. 1992, σσ. 315-317.
[50] Ό.π., τεύχ. 44, έτ. 1992, σσ. 369-370.
[51] Ό.π.
[52] Η έκθεση στάλθηκε με ημερομηνία: «Εν Κονίτση τη 15η Ιουνίου 1042». Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τεύχ. 56, έτ. 1994, σσ. 494-495.
[53]
Ελληνική Πολιτεία
Γραφείο Πρωθυπουργού
Αρ. πρωτ. 13005/Α3
Εν ΑΘήναις τη 7-7-42
Προς
Το Υπουργείον Επισιτισμού και Οικονομικών
Ενταύθα
Έχομεν την τιμήν να πέμψωμεν υμίν συνημμένως αντίγραφον της υποβληθείσης και υμίν της υπ αριθ. 583 ε.ε. εκθέσεως του Επιθεωρητού των Δημοτικών Σχολείων Κονίτσης διεκτραγωδούντος την οικτράν από οικονομικής απόψεως κατάστασιν των μαθητών και διδασκάλων της απομεμονωμένης και αγόνου περιφέρειας των και διαπιστούντος ότι αδύνατος η υπό τας υφ' ας επικρατούσας συνθήκας καθίσταται η λειτουργία σχολείων και να παρακαλέσωμεν όπως λάβητε τα εκ των αρμοδιοτήτων υμών απορρέοντα πρόσφορα μέτρα προς περιορισμόν των περιγραφομένων δεινών, λαμβάνοντες υπ' όψιν τους προς τούτο συντρέχοντας ειδικούς εθνικούς λόγους.
Ο Υφυπουργός
παρά τω κ. Προέδρω της Κυβερνήσεως
Λ. Τσιριγώτης
[54] Αθ. Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, αρ. 2, Θεσσαλονίκη 1942, σ. 12.
[55] Ν. Καζάζη, Λόγοι και Έργα, Αθήνα 1911, σ. 233.
[56] Ευάγγελος Αβέρωφ, «Κριτική της αντιμετωπίσεως του ζητήματος από Ελληνικής πλευράς», ό.π., σ. 193.
[57] Ό.π., σ. 192. πηγή: Βλάχοι.net Το εκπαιδευτικό σύστημα στη Λάκκα Αώου και η Ρουμανική Προπαγάνδα: Η περίπτωση Παλαιοσελλίου (1840-1943)φέραμε (σημ. 2) και με τίτλο Ο Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος βρίσκεται υπό μελέτην. Τα πορίσματα θα προσθέσουν νέα στοιχεία στην ιστορία της εκπαίδευσης της επαρχίας Κόνιτσας.
[13] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τευχ. 29. έτ. 1989, σσ. 186-189. [14] Α) ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙΟΥ - Β) ΠΑΔΩΝ
[15] Μόνη τις περισσότερες φορές, αυτόνομη ύπαρξη εν μέσω ανδρών, εκπρόσωπος της γνώσης μέσα σε πληθυσμούς αναλφάβητους και με ευθύνες ασυμβίβαστες με τη βαθιά πατριαρχική εικόνα της γυναίκας που επικρατούσε στις περιοχές αυτές, η δασκάλα γινόταν προνομιακός στόχος κάτω από τη διπλή της ιδιότητα ως αντιπροσώπου του ελληνικού αλυτρωτισμού και εθνικισμού και ως γυναίκας παυ δεν ήξερε τη θέση της. Αυτό ίσχυε κυρίως στις περιοχές όπου υπήρχαν ανοιχτές εθιμικές συγκρούσεις, όπως η Ήπειρος και η Μακεδονία, όπου τα εθνικά μίση και την πρακτική των αντιποίνων συμπλήρωναν ο μισογυνισμός και η σεξουαλική βία...: Ελένη Βαρίκα, «Η γένεση μιας συνείδησης του φύλου», Η Εξέγερση των Κυριών, εκδ. Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987. σσ. 184-186. [17] Η επιστολή αυτή (16.10.1905) απευθύνεται στο γραμματέα της Μητρόπολης Τόβα Σπυρίδωνα (σε άλλες επιστολές αποκαλείται Δόβας ή Ντόβας). Πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί απευθυνονται σ' αυτόν για τα προβλήματα τους. [18] Επίσης (επ. 20): «Επί τω αγγέλματι της χαροποιάς ειδήσεως ην ευαρεστήθη η Υμετέρα Σεβασμιότης να μας αναγγείλη περί της αυξήσεως του επιδόματος του Ηπειρωτικού Συλλόγου και συγχρόνως περί της αποστολής διδασκαλισσης...». [19] Κώστας Κρυστάλλης, «Οι Βλάχοι της Πίνδου», Άπαντα, εκδ. «Παγκόσμια Λογοτεχνία», Αθήναι, σ. 58. Επίσης: Νικόλαος Έξαρχος, «Το Ντομπρίνοβο και τα γράμματα», ό.π. σ. 20 και Νικόλαος Aθ. Έξαρχος, «Ίδρυσις πρώτου σχολείου στο Βρυσοχώρι», Το Βρυσοχώρι, Ιωάννινα 1975, σ. 69. [20] Ηλίας Παπαζήσης, όπ. [21] Ηλίας Παπαζήσης» ό.π., τεύχ 31, ετ. 1990, σσ. 246-248. Επίσης: Καλαφάτη Ελένη, Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 1821-1929, εκδ. ΙΑΕΝ. Αθήνα 1988. [22] Νικόλαος Αθ. Έξαρχος, ό.π., σ. 69. [23] Η μόρφωση των κοριτσιών εκείνη την Εποχή θεωρούνταν έξω από λογικά όρια. Οι περισσότεροι γονείς αντιδρούσαν στη μόρφωση των κοριτσιών. Ήθελαν τη γυναίκα απόλυτα περιορισμένη στα οικιακά της. Προσπάθειες παραγόντων να τους πείσουν απορρίπτονταν ως επιλήψιμες. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σωφρόνιος πήγε στο Βρυσοχώρι το 1886 να πείσει τους γονείς να στείλουν τα κορίτσια τους στο σχολείο, το οποίο είχε ιδρυθεί πριν 20 περίπου χρόνια. Χαρακτηριστικός είναι και ο λόγος που εκφώνησε ο διδάσκαλος Βρυσοχωρίου Χρ. Τριανταφυλλίδης τον Οκτώβριο του 1887 σχετικά με τη φοίτηση των κοριτσιών: Θέλουμε δια μεν των γραμμάτων να καταστήσωμεν την γυναίκα καλοδιδάσκαλον, φιλότεκνον, σόφρωνα, αγνήν, οικουρόν αγαθήν, δια δε της μικράς μεν, αλλά θαυματουργού βελόνης αληθή οικοδέσποιναν. Την θέλομεν με άλλους λόγους τελείαν οικοκυράν δια της οικιακής οικονομίας και πιστεύσατέ με, ότι τοιάυτη ημπορεί να καταστή δια της παιδείας. Αναγκαία επίσης καθίσταται η εκπαίδευσις στα χωριά μας, καθ' όσον ο μεν άνδρας επί πολλά έτη απουσιάζει, μόνη της δε η γυναίκα διευθύνει τα του σπιτιού της και πολλές φάρες λαμβάνει ανάγκην να διαβίβαση στον άνδρα της κάθε παράπονον, κάθε στέρησιν, μη γνωρίζουσα όμως να γράψη αναγκάζεται να πηγαίνη εις άλλον και να εκμυστηρευθή πράγματα οικογενειακά, τα οποία έπρεπε να μείνουν μυστικά και να μη τα γνωρίζει ο κόσμος. Αυτό νομίζω, συμφέρει πολύ περισσότερο και εις τον άνδρα, όταν θέλει να γράψη εις τη γυναίκα του κανένα μυστικόν, το οποίον άλλος δεν έπρεπε να ξερή. Εκ της μητρός, λοιπόν, εξαρτάται η πρόοδος ή η στασιμότης της κοινωνίας, δια τούτο καθήκον παντός ανθρώπου είναι να μη μένη αδιάφορος προς την γυναικείαν εκπαίδευσιν: Νικόλαος Αθ. Έξαρχος, «Το Παρθεναγωγείον», ο.π., σσ. 70-71. [24] Νικόλαος Έξαρχος, «Το Ντομπρίνοβο και τα γράμματα», «Πώς λειτουργούσαν τα παλαιότερα χρόνια τα σχολεία», «Ο Κοσμάς ο Αιτωλός», «Μορφές των γραμμάτων», ό.π., σσ. 20-26. [25] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π. [26] Προσθέτω τέλος, πως ο αοίδιμος ευεργέτης κληροδότησε το 1858 και υπέρ του Σχολείου του χωρίου Πάδες το τρίτο της προσόδου του υδρόμυλου ανερχόμενης σε 400 γρ. το χρόνο: Στεφάνου Μπέττη, «Από την εθνεγερσία ως τη Βερολίνειο Συνθήκη (1821-1878)», Ηπειρωτική Ευποιία ή βιογραφικήσυλλογή Ηπειρωτών ευεργετών της Τουρκοκρατίας, εκδ. Αγαθοεργών Καταστημάτων Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, Γιάννινα 1982, σ. 194. [27] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π. [28] Υπάρχει εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ του Ιωάννη Καραζήση, που έμενε στην Οδησσό της Ρωσίας, και της επιτροπής ανεγέρσεως του σχολείου, καθώς και του Μητροπολίτου Κόνιτσας μεταξύ των ετών 1906-1909 (επ. 41, 42, 48, 49, 50, 53, 56, 59, 60, 61, 62. 63, 68, 70, 72, 73, 74). Στην αλληλογραφία αυτή φαίνεται η προσπάθεια που κατέβαλε ο Καραζήσης προκειμένου να ανεγερθεί το σχολείο. Η συμβολή του είναι τεράστιας σημασίας, διότι το κτίριο δε θα είχε ανεγερθεί ποτέ η τουλάχιστον θα είχε μείνει ημιτελές. Από τις επιστολές του φαίνεται ότι ενίσχυε ουσιαστικά την οικονομική κατάσταση, επίσης υποδείκνυε και ρύθμιζε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να συντάσσουν τις επιστολές τους οι επίτροποι, ώστε έχοντας κάποια τεκμήρια να διευκολύνεται στη ζήτηση οικονομικών πόρων. [29] Δηλαδή από το εκκλησιαστικό ταμείο 1700 γρόσια, από το ταμείο «Ελεών των Καταστημάτων των Ιωαννίνων» 5000 γρόσια, από εισφορές των εν Καβάλα και Δράμα ταξιδευμένων Παλαιοσελλιτών 3210 και 2140 γρόσια αντίστοιχα (επ. 38). [30] Οι πρώτοι διδάσκαλοι που εδίδαξαν στο νέο αυτό διδακτήριο ήταν: Θεόδωρός Παπαγεωργίου από το Δέντσικο (Αητομηλίτσα), Αλέξιος Παπαλέξης από το Βίκο Ζαγορίου και διδασκάλισσα η Χαρίκλεια Καμενοπούλου από τα Γιάννενα. Η πρώτη δε νηπιαγωγός της οποίας το επώνυμο μου διαφεύγει, ονομαζόταν Ανδρομάχη και καταγόταν από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου: Ηλίας Παπαζήσης, όπ., τευχ. 32, έτ. 1990, σσ. 288-290. [31] Ψήφισμα: ...Να τιμηθή το ανεγειρόμενον Αρρεναγωγείον διά του σεπτού ονόματος του μεταστάντος, ήτοι να κληθή «Μαράσλειος Ελληνική Σχολή», και να αναρτηθή εν τη μεγάλη αυτού αιθούση η εικών του ευεργέτου... κτλ.. [32] Γνωρίζομεν δ’ υμίν ότι προς συντήρησιν των σχολών Παλαιοσελλίου παρέχει ο μεν εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος λίρας οθωμανικάς 15, η δε Μεγάλη Μήτηρ λίρας οθωμανικάς 25, το δ' υπόλοιπον συμπληρούται εκ του κοινοτικού ταμείου... (Μεγάλη Μήτηρ: εννοεί την Ελληνική κρατική μέριμνα και κατ’ επέκταση τις εκδόσεις «Ωφελίμων Βιβλίων», οι οποίες με κρατικές ενισχύσεις βοηθούσαν το εκπαιδευτικό σύστημα). [33] Η απόπειρα αποσπάσεως των Βλαχοφώνων Ελλήνων από τον εθνικό κορμό είναι πολύ παλαιά και συνεχίζεται περισσότερο από αιώνα. Η αιτία χρονολογείται προ της πλήρους ανεξαρτησίας των δύο παραδουνάβιων ηγεμονιών Βλαχίας και Μολδαβίας από την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Προέκυψε δε από το εθνικιστικό ρεύμα, που έπνεε σε όλη την Ευρώπη μετά την Φεβρουαριανή επανάσταση του 1848. Η αναζήτηση ευκαιριών εκτονώσεως του πατριωτικού φρονήματος των Βλάχων-Μολδαβών, οι οποίοι είχαν αρχίσει να διεκδικούν την Τρανσυλβανία από την αυστροουγγρική αυτοκρατορία και την Βεσσαραβία από την τσαρική Ρωσία, αποτελεί τον πρώτο λόγο δημιουργίας τον Κουτσοβλαχικού Ζητήματος. Επειδή οποιοδήποτε επίσημο διάβημα των κυβερνήσεων των δύο ηγεμονιών προς τις γειτονικές Μεγάλες Δυνάμεις, που κατείχαν τις επίμαχες επαρχίες, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους, επινοήθηκε ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης των ηγεμονιών προς νότο, προς τα εδάφη του Μεγάλου Ασθενούς, την Ευρωπαϊκή Τουρκία, με τον χαρακτηρισμό των Βλάχων-Αρωμούνων ως ομοεθνών των πέρα του Δουνάβεως εκρωμαϊσμένων Δάκων....: Αχίλλειος Γ. Λαζάρου,«Αντί Β' Προλόγου», Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής Βλάχοι, ό.π., σ. 9. [34] Τα σχολεία, ως προς τους μαθητάς τους, αντικαθιστούσαν την κουτσοβλαχική διάλεκτο, τη συγγενή και με τα ελληνικά και με τα ρουμανικά και με τις σλαυογενείς ή λατινογενείς γλώσσες, με την επίσημη γλωσσά της Ρουμανίας. Ήταν μία πρώτη τοποθέτηση, μία πρώτη δημιουργία του ζητήματος. Έπειτα, με την καλλιέργεια των νέων επί σειράν ετών και με την οικονομική τους ενίσχυση, τα σχολεία αντικαθιστούσαν, ως προς τους μαθητάς τους, το ελληνικό εθνικό αίσθημα με το ρουμανικό εθνικό αίσθημα. Όσο κι αν οι Έλληνες θελήσαμε να το αγνοήσουμε, αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα, και το ρουμανικό αίσθημα των παρασυρομένων κουτσοβλάχων γινόταν τόσο οξύτερο όσο αποκτούσαν απτές αποδείξεις του ρουμανικού ενδιαφέροντος, όσο, χάρη σ' αυτό το ενδιαφέρον, ανέρχονταν ως άτομα: Ευάγγελου Α. Αβέρωφ, «Κριτική της αντιμετωπίσεως του ζητήματος από ρουμανικής πλευράς», Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήνα 1948, σσ. 177-178. [35] Ό.π., σ. 163. (Giovanni Amadori Virgilij, Ia Questione Rumeliuta, Biblioteca Italiana di Politica Estera. Bitonto 1909, s. 110). [36] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τευχ. 42. έτ. 1992, σσ. 278-279.
Εν Διστράτω τη 10 Φεβρουάριου 1932
Πρός
Την Αυτού Σεβασμιότητα τον Μητροπολίτην
Βελλάς και Κονίτσης κ.κ. Ιωάννην
Σεβασμιότατε
Ευλαβώς ασπάζομαι την δεξιάν σας. Ως σας ανέφερα και άλλοτε δι’ επιστολής και προσωπικώς, τυγχάνει γνωστόν εις υμάς η κατάστασις της Κοινότητός μας. Ήδη δε καθιστώ και πάλιν εις υμάς γνωστόν ότι ο Ρουμάνοδιδάσκαλος συνταξιούχος ομού μετά του Ρ... συνέταξαν και πάλιν αναφοράν και περιφέρονται εις τας οικίας των Ελλήνων κατοίκων προπαγανδίζοντες υπέρ της Ρουμανίας και παρακινούντες αυτούς να υπογράψουν την αναφοράν δια να χειροτονηθή ο υιός του συνταξιούχου ρουμανοδιδασκάλου εις ρουμανοπαππάν, υποσχόμενοι εις αυτούς ότι εάν υπογράψουν και χειροτονηθή ο υιός του ρουμανόπαππας δεν θα τους ζητήσει καθόλου χρήματα ούτε δια μισθόν ούτε δι' άλλα δικαιώματα αλλά θα εργασθεi δωρεάν. Μερικοί υπογράφουν τυφλοίς όμασι ευχαριστευόμενοι διά τας ευεργεσίας του ανωτέρου ρουμανοδιδασκάλου.
Ενώ εις την Κοινότητά μου Σεβασμιώτατε αποτελούμενη εξ 180 οικογενειών τυγχάνουν ρουμανίζουσας μόνον εννέα οικογένειας και υπογράφουν την αναφοράν οικογενειακώς και άλλα ονόματα τα γράφουν οι ίδιοι ούτως ώστε η αναφορά να είναι υπογεγραμμένη από πολλά ονόματα.
Διατελώ μετά σεβασμού
Πειθήνιον τέκνον σας
Οικονόμος Αθανάσιος
[38] Ευάγγελος Α. Αβέρωφ, «Γενική έρευνα του ζητήματος από τους βαλκανικούς ως τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο», ό.π., σσ. 64-72. [39] Ηλίας Παπαζήσης, ο.π., τεύχ. 52, έτ. 1993, σσ. 216-217, τεύχ. 54, έτ. 1994, σσ. 301-302 και τεύχ. 58, έτ. 1994, σσ. 607-608. [40] Τα έγγραφα που αφορούν τις ιταλικές αρχές προέρχονται από ανέκδοτο υλικό που μου παρεχώρησε ο κ. Ηλίας Παπαζήσης (βλ. πρόλογος). [41] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τευχ. 52, έτ. 1993, σσ. 216-217 και τεύχ. 55, έτ. 1994, σσ. 454-455. Διοίκησις Μεραρχίας Πεζικού MODENA
Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων
Τ.Τ. 27Αύγουστον 1942
Προς την Γενικήν Διοίκησιν Ηπείρου Ιωάννινα
Αντικείμενον «Ρουμανικόν Σχολείον Πάδων»
Μου καθίσταται γνωστόν ότι κατά τον παρελθόντα μήνα Ιούνιον εξετασθέντος του ζητήματος του ρουμανικού σχολείου μετά του επάρχου Κονίτσης, συνεφωνήθη να αφεθή το σχολείον τούτο εις το ελληνικόν σχολικόν κτίριον όπου ήδη εγκατεστάθη το παρελθόν έτος μεταφερομένου του Ελληνικού Σχολείου εις το κτίριον τον Νηπιαγωγείου του εν τω κήπω ευρισκομένου, όπερ δύναται ανέτως να ανταποκριθή, δια τους ολίγους του μαθητάς, αλλά μοι καθίσταται γνωστόν εξ άλλου ότι ο σχολικός επιθεωρητής Ηλίας Παπαζήσης δεν ενέκρίνε κατόπιν την ληφθείσαν συμφωνίαν. Ήδη παρακαλώ όπως διατάξητε ίνα η επιτευχθείσα συνεννόησις μετά του Επάρχου εκτελεσθή πλήρως.
Ταυτοχρόνως παρακαλώ όπως καλέσετε τον Επιθεωρητήν Παπαζήση εις μίαν μεγαλυτέραν κατανόησιν του υπό της καταστάσεως επιβαλλόμενου πνεύματος ευθύνης και εν ουδεμία περιπτώσει θα ηδυνάμην να δεχθώ πράξεις αίτινες θα ηδύναντο να διασαλεύσουν την δημοσίαν τάξιν του χωρίου.
Επιθυμώ διαβεβαίωση
Ο Στρατηγός Μεραρχίας Διοικητής
Μάριο Γκουασάρντο
[43] Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τεύχ. 54, έτ. 1994, σσ. 301-302. [45] Χρήστου Γκόγκα, «Φως στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Εθνικοί αγώνες των δασκάλων της Φούρκας», εφ. Πρωινά Νέα, 25,26,27 και 29 Απριλίου 1986. [46] Ευάγγελος Αβέρωφ, «Η εξέλιξη της εκκλησιαστικής πολιτικής», «Η ανάμιξη της καθολικής εκκλησίας και η πτώση ενός προδότου», «Γενική έρευνα του ζητήματος μέχρι των βαλκανικών πολέμων», ό.π., σσ. 35-63. [47] Ηλίας Παπαζήσης, ο.π., τεύχ. 42, έτ. 1992, σσ. 278-279. [49] Ό.π., τεύχ. 43, έτ. 1992, σσ. 315-317. [50] Ό.π., τεύχ. 44, έτ. 1992, σσ. 369-370. [52] Η έκθεση στάλθηκε με ημερομηνία: «Εν Κονίτση τη 15η Ιουνίου 1042». Ηλίας Παπαζήσης, ό.π., τεύχ. 56, έτ. 1994, σσ. 494-495. Ελληνική Πολιτεία
Γραφείο Πρωθυπουργού
Αρ. πρωτ. 13005/Α3
Εν ΑΘήναις τη 7-7-42
Προς
Το Υπουργείον Επισιτισμού και Οικονομικών
Ενταύθα
Έχομεν την τιμήν να πέμψωμεν υμίν συνημμένως αντίγραφον της υποβληθείσης και υμίν της υπ αριθ. 583 ε.ε. εκθέσεως του Επιθεωρητού των Δημοτικών Σχολείων Κονίτσης διεκτραγωδούντος την οικτράν από οικονομικής απόψεως κατάστασιν των μαθητών και διδασκάλων της απομεμονωμένης και αγόνου περιφέρειας των και διαπιστούντος ότι αδύνατος η υπό τας υφ' ας επικρατούσας συνθήκας καθίσταται η λειτουργία σχολείων και να παρακαλέσωμεν όπως λάβητε τα εκ των αρμοδιοτήτων υμών απορρέοντα πρόσφορα μέτρα προς περιορισμόν των περιγραφομένων δεινών, λαμβάνοντες υπ' όψιν τους προς τούτο συντρέχοντας ειδικούς εθνικούς λόγους.
Ο Υφυπουργός
παρά τω κ. Προέδρω της Κυβερνήσεως
Λ. Τσιριγώτης
[54] Αθ. Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, αρ. 2, Θεσσαλονίκη 1942, σ. 12. [55] Ν. Καζάζη, Λόγοι και Έργα, Αθήνα 1911, σ. 233. [56] Ευάγγελος Αβέρωφ, «Κριτική της αντιμετωπίσεως του ζητήματος από Ελληνικής πλευράς», ό.π., σ. 193. πηγή: Βλάχοι.net Το εκπαιδευτικό σύστημα στη Λάκκα Αώου και η Ρουμανική Προπαγάνδα: Η περίπτωση Παλαιοσελλίου (1840-1943)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου